Από την έντυπη έκδοση
Του Χρήστου Α. Ιωάννου*
Η εικόνα της χώρας ως «μοναδικής και εξαιρετικής περίπτωσης» που παραμένει «ειδική περίπτωση» δεν προκύπτει μόνον από πολλούς συγκριτικούς οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες. Προκύπτει και από τις υποκειμενικές αντιλήψεις των Ελλήνων πολιτών για την ποιότητα της ζωής τους, την ευημερία και την αισιοδοξία τους.
Στα ευρήματα της έρευνας του Eurofound για την ποιότητα ζωής στην Ευρώπη (EQLS), η Ελλάδα εμφανίζεται, ακόμη μια φορά, με ακραίες τιμές αποκλίνουσα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Μεταξύ 2011 και 2016 εμφανίζεται στην Ε.Ε. και στα κράτη-μέλη (βλ. διαγράμματα) γενική πρόοδος όσον αφορά την ποιότητα ζωής, με επάνοδο ορισμένων συνιστωσών στα επίπεδα πριν από την κρίση. Τα επίπεδα αισιοδοξίας έχουν σημειώσει άνοδο σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα του 2011, και ο βαθμός ευτυχίας και ο βαθμός ικανοποίησης από τη ζωή παραμένουν σε σταθερά επίπεδα.
Και άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. γνώρισαν την κρίση, και ορισμένα, ως γνωστόν, γνώρισαν προγράμματα διάσωσης και μνημόνια, όπως η Ελλάδα. Αντίθετα και με αυτά, η Ελλάδα φαίνεται να αποκλίνει και από αυτά, συγκλίνοντας σε χαμηλούς δείκτες μέσα στον βαλκανικό περίγυρό της. Οι δείκτες ευτυχίας των Ελλήνων κινούνται λίγο κάτω της Βουλγαρίας και λίγο πάνω της Φυρομίας και της Αλβανίας.
H (απ)αισιοδοξία των πολιτών της για το μέλλον τους, και για το μέλλον των παιδιών τους, αποτελεί μια ακραία περίπτωση όχι μόνο μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., αλλά και μεταξύ των υποψηφίων να γίνουν μέλη της Ε.Ε. βαλκάνιων γειτόνων.
Τα ευρήματα αφορούν το 2016. Οι δείκτες της Eurostat του ίδιου έτους για το κατά κεφαλήν εισόδημα σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης δείχνουν ότι δεν έχουμε ακόμη συγκλίνει πλήρως στη βαλκανική. Η Ελλάδα έχει «υποβιβασθεί» στο 68% του μέσου όρου της Ε.Ε.-28. Όπου την έφτασαν Πολωνία (68%) και Ουγγαρία (67%), την πλησιάζει η Λετονία (65%). Εμφανίζεται να υπερτερεί μόνον της Κροατίας (60%), της Ρουμανίας (58%) και της Βουλγαρίας (49%), που, ωστόσο, «ανεβαίνουν».
Η επόμενη έρευνα του Eurofound για την ποιότητα ζωής στην Ευρώπη το 2020 θα βρει τους Έλληνες σε καλύτερη κατάσταση; Ίσως ο μεγαλύτερος λόγος για την ελπίδα αυτή τη στιγμή είναι ότι σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας σχεδόν όλες οι ελπίδες φαίνεται να έχουν χαθεί, με την αισιοδοξία καθηλωμένη στο 31% και στο 25%.
Όταν βλέπεις τον κόσμο ανάποδα, όταν σε καθηλώνουν σε αυτό και οι υποτιθέμενες πνευματικές και πολιτικές ελίτ, αποτέλεσμα είναι η ισχυρή σύγκρουση με την πραγματικότητα, η δυστυχία, η απογοήτευση και η απαισιοδοξία.
Στην κρίση και τη χρεοκοπία του 2008-2018 οδηγηθήκαμε με σειρά λανθασμένων ιδεών και αυταπατών (προμνημονιακών, μνημονιακών και αντιμνημονιακών, τώρα μεταμνημονιακών) που αναπαράγονται σχεδόν αυτομάτως στον δημόσιο λόγο, σχετικά με το πώς οι άνθρωποι εν γένει, εν προκειμένω οι Έλληνες πολίτες, μπορούν να βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής τους, αντιλαμβανόμενοι την πραγματικότητα εντός της οποίας ζουν.
Η διαδικασία μέσω της οποίας οι άνθρωποι βελτιώνουν τη ζωή τους είναι η παραγωγή με επιχειρήσεις και εργασία, και η οικονομική ανάπτυξη μέσω αυτής.
Εάν οι Έλληνες επιθυμούν υψηλότερους και βελτιούμενους βαθμούς ευτυχίας και ικανοποίησης από τη ζωή τους, εάν επιθυμούν να μην είναι στην Ευρώπη ακραία περίπτωση απαισιοδοξίας για το μέλλον τους (και των παιδιών τους) χρειάζεται να απορρίψουν τις αυταπάτες ότι η ευημερία στηρίζεται στα ελλείμματα, στις εισαγωγές, στον δανεισμό, στην κατανάλωση, στις πρόωρες συντάξεις, στη «διαπραγμάτευση» για αυτά.
Ότι μπορεί να υπάρξει ευημερία πρώτον, χωρίς επενδύσεις, εγχώρια ανταγωνιστική παραγωγή, εξαγωγές, υποκατάσταση εισαγωγών, καινοτομία, παραγωγική εργασία. Και, δεύτερον, χωρίς θεσμούς που τα επιτρέπουν στους πολίτες, ώστε χρησιμοποιώντας τη γνώση, να δημιουργούν, να παράγουν, να εξάγουν, να επενδύουν, να βελτιώνουν τη ζωή τους, μέσω αυτής της ανάπτυξης – που είναι η μοναδική που μπορεί να υπάρξει.
Γι’ αυτό η Ελλάδα δεν αρκεί να υπερβεί και να συνεχίσει να υπερβαίνει τις επιδόσεις του χειρότερου εαυτού της, του 2015-2016, όταν, μετά τη σταθεροποίηση του 2014, γύρισε σε αρνητικές επιδόσεις και σε ύφεση λόγω πολιτικών και οικονομικών επιλογών.
Χρειάζεται και να συγκλίνει. Η σύγκριση είναι με τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Ενώ από το 2016 μέχρι σήμερα η Ελλάδα συνεχίζει να αποκλίνει. Κάθε τρίμηνο ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσής της είναι χαμηλότερος του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.-28. Δεν αρκεί ακόμη και να υπερβαίνει, όπως συμβαίνει, κάθε τρίμηνο και κάθε χρόνο, τον προηγούμενο καλό εαυτό του ο (στενός μεν αλλά υπαρκτός, βιώσιμος και δυναμικός) παραγωγικός και εξαγωγικός τομέας, που, παρά το εχθρικό οικονομικό, φορολογικό, διοικητικό περιβάλλον που αντιμετωπίζει, αυξάνει συστηματικά τις εξαγωγές του κρατώντας, κυρίως αυτός, το ΑΕΠ της χώρας σε θετικό πρόσημο.
Δεν αρκεί, γιατί το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών στο παγκόσμιο εμπόριο ήταν το 2010-2011 στο 0,18%, ανέβηκε το 2012-2014 στο 0,19%, και μειώθηκε το 2015-2016 σε 0,17%. Το 2017 επανήλθε σε 0,18%, όσο ήταν το 2010-2011. Εκεί μας κράτησαν, ευτυχώς, οι βελτιούμενες επιδόσεις του εγχωρίου τομέα παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων.
* Ο Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος