Skip to main content

Για μια άλλη Ευρώπη

Από την έντυπη έκδοση

ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ
[email protected]

Και μετά την Ελλάδα, τι;

Οι προκλήσεις για την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. συνολικά δεν σταματούν όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους στο ελληνικό δράμα.

Είναι πολλές και ζητούν επιτακτικά λύσεις, καθώς επί χρόνια υποτιμήθηκαν και τελικά γιγαντώθηκαν.

Το 1970 ο τότε πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου και πνευματικός πατέρας του ευρώ, Πιερ Βέρνερ, σε έκθεσή του με προτάσεις για βαθύτερη ενοποίηση προειδοποιούσε ότι η αδυναμία αποτελεσματικού συντονισμού των πολιτικών θα πυροδοτούσε «σοβαρές ανισορροπίες και αποκλίσεις».

45 χρόνια μετά δικαιώνεται. «Το ευρώ είναι ένα ισχυρό νόμισμα… εξακολουθούν, ωστόσο, να υπάρχουν αποκλίσεις που καθιστούν εύθραυστη την ένωση» αναφέρει η 24σέλιδη έκθεση στην οποία οι πρόεδροι πέντε θεσμών (Eπιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωκοινοβούλιο, Eurogroup και ΕΚΤ) παρουσιάζουν το όραμά τους για την «Ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης».

Πολλοί παραδέχονται πλέον ότι η νομισματική ένωση ήταν περισσότερο μια πολιτική παρά «οικονομικά λογική» απόφαση, που θεμελιώθηκε σε άκρως αμφιλεγόμενες υποθέσεις για τις δυνατότητες σύγκλισης μεταξύ των μελών. Το ευρώ προσέφερε πάντως επί χρόνια δύο οφέλη: σταθερότητα και φθηνό κόστος δανεισμού.

Το δεύτερο βέβαια αποδείχθηκε για κάποιους παγίδα. Η Ένωση, όμως, ήταν και παραμένει μόνο νομισματική. Εν απουσία οικονομικής ολοκλήρωσης η ψαλίδα σε ανταγωνιστικότητα και απασχόληση ανάμεσα σε «ισχυρούς» και «αδύναμους», όχι μόνο δεν έκλεισε αλλά διευρύνθηκε.

Την πρώτη οκταετία της Νομισματικής Ένωσης το κόστος εργασίας αυξήθηκε σε ορισμένα κράτη-μέλη, μας λέει η Επιτροπή, γεγονός που κατέστησε τα προϊόντα τους πιο ακριβά και περιόρισε την ανταγωνιστικότητά τους, οδηγώντας σε αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών έναντι όσων διατήρησαν το κόστος εργασίας σταθερό ή και το μείωσαν.

Οι Βρυξέλλες επί χρόνια επέρριπταν την ευθύνη στους «κακούς μαθητές», που την περίοδο της ανάπτυξης είχαν την ευκαιρία για περισσότερη «ευελιξία» στις αγορές προϊόντων και εργασίας και δεν το έκαναν. Σήμερα αναγνωρίζουν πως το «ταγκό» των ανισορροπιών θέλει δύο.

Ισχυρές χώρες, όπως η Γερμανία, διατηρώντας υπό πίεση τους μισθούς ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητα και στηρίζονταν στις εξαγωγές, δηλαδή στην «ασωτία» και τα ελλείμματα των υπολοίπων. Αυτό που έχει γίνει πλέον αντιληπτό είναι πως η σταθερότητα ενός νομίσματος δεν είναι αρκετή για πραγματική ένωση.

Η έκθεση των πέντε θεσμών προτείνει, μεταξύ άλλων, τη σύσταση υπουργείου Οικονομικών Ευρωζώνης, κάτι που σημαίνει κεντρική χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής.

Και εκεί αποφεύγει να γίνει τολμηρή. Λέει όχι σε δημοσιονομικές μεταβιβάσεις (στοιχείο βασικό σε όλες τις οικονομικές ενώσεις) και δεν κάνει καμία νύξη για έκδοση κοινών ευρωομολόγων.

Ο τελικός στόχος που θέτει, ωστόσο, είναι άκρως φιλόδοξος. Ζητά πολιτική Ενωση. Αυτό όμως σημαίνει μία «άλλη» Ένωση.

Μία Ενωση η οποία θα αντιμετωπίσει το χρόνιο «δημοκρατικό έλλειμμα» και θα ενισχύσει τους μηχανισμούς λογοδοσίας, η οποία θα παλεύει για το τριπλό Α όχι μόνο στο αξιόχρεο, αλλά και στην κοινωνική συνοχή και την αλληλεγγύη.

Σημαίνει μία Ευρώπη με ενιαία φωνή και δίκαιη κατανομή των βαρών. Ουτοπία; Ισως.

Αν δεν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, όμως, κινδυνεύουμε να κολλήσουμε σε σενάρια δυστοπίας.