Skip to main content

H «βίαιη ωρίμανση» του ΣΥΡΙΖΑ

Του Γιάννη Καμπουράκη
[email protected]

Ήταν Δεκέμβριος του 2012 όταν ο σημερινός αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ Γιάννης Δραγασάκης, σε Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο «βίαιη ωρίμανση», εννοώντας «τη διαδικασία μετεξέλιξης ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς σε έναν ενιαίο πολιτικό φορέα, ικανό να αναμετρηθεί με προκλήσεις και ευθύνες ιστορικών διαστάσεων».           

Η διαδικασία μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανής, αν και έχει στοιχίσει ακριβά, καθώς από τον Ιανουάριο του 2015 ως σήμερα η χώρα έχει αναλάβει αχρείαστες -με βάση την εικόνα του 2014- δημοσιονομικού χαρακτήρα δεσμεύσεις.

Συγκρίνοντας κανείς παλαιές δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, και άλλων κυβερνητικών αξιωματούχων του ΣΥΡΙΖΑ, με τις σημερινές, προκύπτει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, που σηματοδοτεί τη διαδικασία «βίαιης ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ, στα πρότυπα του «νέου ΣΥΡΙΖΑ», όπως κάποτε του «νέου ΠΑΣΟΚ», κατά την αλλαγή των στελεχών του πάλαι ποτέ κυβερνώντος κόμματος από το 1980, στο 1990 και το 2000.

Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πλέον ως μη αρεστές αλλά αναγκαία αποδεκτές τις απαιτήσεις των δανειστών. Παραδέχεται την ανάγκη  να τηρηθεί το πρόγραμμα και όσα έχουν συμφωνηθεί. Δεν βαράει πλέον νταούλια, αλλά αντιλαμβάνεται πλήρως τη σημασία της εξόδου της ελληνικής οικονομίας στις αγορές και της εισόδου των ελληνικών ομολόγων στο QE. Τολμά να μιλήσει για την ανάγκη να περικοπούν μισθοί και συντάξεις για τον… καλό σκοπό της εξόδου από την κρίση. Ξέρει πια αν είναι σημαντικό ή όχι και γιατί, το να μπει η ελληνική οικονομία σε ενάρετο κύκλο. Την ίδια στιγμή, προσπαθεί να εμφανίσει ως ισορροπημένη μια κακή συμφωνία, για να αποκρύψει την πραγματική της διάσταση.

Παρατίθενται ενδεικτικά αποσπάσματα από τη συνέντευξη που παραχώρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, στο κανάλι της Βουλής:

Για το μείγμα της τεχνικής συμφωνίας: «Το δημοσιονομικό μείγμα έτσι όπως διαμορφώνεται αυτήν τη στιγμή με τις μειώσεις στη συνταξιοδοτική δαπάνη και τη μείωση του αφορολογήτου, δεν είναι ένα δημοσιονομικό μείγμα το οποίο η κυβέρνηση θα αποδεχόταν να νομοθετήσει, εφόσον δεν βρισκόταν υπό την κατάσταση της επιτροπείας».

Για την ανάγκη επίτευξης της τεχνικής συμφωνίας: «Καταλαβαίνετε ότι είναι μία συμφωνία η οποία είναι αναγκαία. Διότι αυτήν τη στιγμή η Ελλάδα δεν έχει πρόσβαση στις αγορές χρήματος. Λειτουργεί, επομένως, μοχλός πίεσης εκ μέρους ων δανειστών που είναι ο δανεισμός του επίσημου τομέα. Τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση έπρεπε να βρεθεί ένας κοινός τόπος, έτσι ώστε να έχουμε την ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης και η ελληνική οικονομία να μπορέσει να προχωρήσει με σταθερότητα και να εμπεδωθεί η δικαιοσύνη[…]. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η συμφωνία στην οποία καταλήξαμε είναι το κλειδί για να μπορέσει να ολοκληρωθεί με επιτυχία το πρόγραμμα και να μπορέσουμε τον Αύγουστο του 2018 να βγούμε στις αγορές και να αναχρηματοδοτούμε μόνοι μας το χρέος».   

Για την ανάγκη εισόδου των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE): «Νομίζω ότι εκεί είναι το σημείο – κλειδί. Η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην πραγματικότητα σημαίνει ότι θα μπει η σφραγίδα της ΕΚΤ στο αξιόχρεο της Ελλάδας. Τούτο θα ανοίξει έναν νέο γύρο, έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο για τη χώρα, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει μετά από ενάμισι χρόνο και στην επιτυχή ολοκλήρωση του Γ΄ προγράμματος».  

Για μέτρα που αφορούν στο 2018, όπως κατήγγειλε η ΝΔ: «Σε ό,τι αφορά το 2018 να σας πω το εξής: Αυτό το οποίο γίνεται είναι ότι υπάρχει μία ανακατανομή του κοινωνικού προϋπολογισμού και αυτή η ανακατανομή γίνεται διότι θα πρέπει να στηριχτεί το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης το οποίο θα φτάσει τα 850 εκατομμύρια ευρώ. Δεν μιλάμε για κοινωνικές περικοπές, μιλάμε για εξορθολογισμό του προϋπολογισμού που δεν θα έχει κοινωνικές συνέπειες που ψάχνει να βρει ο κ. Μητσοτάκης».

Για τη σχέση μέτρων – αντίμετρων, τον περίφημο «καθρέφτη»: «Δεν μπορεί να είναι ένα προς ένα η εξισορρόπηση, είναι δεδομένο. Δεν υπάρχει η τεχνική έτσι ώστε να έχουμε μια εξισορρόπηση ένα προς ένα. Αυτό το οποίο εμάς μας ενδιαφέρει είναι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία έχουν πιεστεί περισσότερο από την κρίση, να δουν είτε μηδενικές επιβαρύνσεις, είτε ακόμα να είναι σε λίγο καλύτερη θέση».

Για την ανάγκη επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων: «Αν δεν πιάναμε το στόχο, ακόμα και αν δεν υπήρχε τίποτε από όλα αυτά συμφωνημένα, θα έρχονταν εδώ τα κλιμάκια των θεσμών και θα έλεγαν ότι υπάρχει δημοσιονομικό κενό, επομένως θα έλεγαν ‘πρέπει να πάρετε μέτρα για να συμπληρώσετε το δημοσιονομικό κενό’. Η αίρεση αυτή είναι μια περίπου αυτονόητη αίρεση, αν κανείς γνωρίζει την πολιτική μηχανική του προγράμματος».

Για το ότι η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για μέτρα πέρα από τη θητεία της: «Να σας θυμίσω ότι το 2010 ή το 2011 ψηφίστηκε ο νόμος για τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στις επικουρικές συντάξεις -την οποία κατήργησε η παρούσα κυβέρνηση- η οποία έλεγε ότι θα εκκινήσει να εφαρμόζεται από το 2015 και μετά, όταν δηλαδή είχε κλείσει ο κύκλος της κυβέρνησης, η οποία τον ψήφισε. Πρόκειται για μια πάγια κοινοβουλευτική πρακτική η οποία δε σχετίζεται μόνο για το πρόγραμμα, αλλά γίνεται παντού στην Ευρώπη».

Για το αν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα ψηφίσει τα μέτρα στη Βουλή: «Βρισκόμαστε σε μια πολιτική συνθήκη η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολη, ειδικά για το κόμμα της Αριστεράς. Είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε πολιτικές με τις οποίες δεν κρύβει κανένας μας ότι δεν συμφωνούμε. Ωστόσο, το κάνουμε, καθώς όπως σας είπα, η τεχνολογία του προγράμματος έχει αυτήν τη διαρκή απειλή πάνω -όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά- από την ίδια τη χώρα. Ότι δηλαδή, αν δεν εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις, τότε θα οδηγηθούμε  σε οικονομική ασφυξία. Έτσι λειτουργεί το πρόγραμμα, το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά. Η κοινοβουλευτική ομάδα γνωρίζει ότι εδώ πρόκειται για μια συμφωνία ισορροπημένη και γι΄ αυτό ακριβώς τον λόγο πιστεύω ότι δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις».