Skip to main content

Τη συναίνεση τη φέρνει η ανάγκη

Από την έντυπη έκδοση

Του Α. Δ. Παπαγιαννίδη
[email protected]

Θα μας επιτρέψει ο αναγνώστης, αλλά και ο Αλέξης Τσίπρας (σχήμα λόγου το δεύτερο: οι πολιτικοί ποτέ δεν «σου επιτρέπουν»…) να ξεκινήσουμε σήμερα μια προσέγγιση στο σχήμα διάλογος – συνεννόηση – συναίνεση, με το φάσμα συγκυβέρνησης ή/και οικουμενικής στο βάθος, από τις προσεγγίσεις που γίνονται στο εν λόγω θέμα εκτός ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Και τούτο παρά την έκταση που έλαβε το θέμα αυτό στην πρόσφατη συνέντευξη Τσίπρα στην ΕΡΤ. Η οποία είχε τον χαρακτήρα «ανανεωμένων προγραμματικών δηλώσεων», θα έλεγε κανείς.

Πρώτος σταθμός, οι τοποθετήσεις Γιάννη Στουρνάρα στην Ενδιάμεση Εκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία συζητήθηκε -μέσα στον ορυμαγδό των «άμεσα πολιτικών» πραγμάτων- πολύ λιγότερο απ’ όσο της έπρεπε. Η έκκληση Στουρνάρα για επιδίωξη και επίτευξη συναινέσεων («η συναίνεση αυτή [που κατεγράφη τον Ιούλιο] είναι μεγάλη κατάκτηση, δεν πρέπει να διαρραγεί»), με κεντρικό αρμό το ασφαλιστικό, παρατηρήθηκε: εκείνο όμως που παρατηρήθηκε λιγότερο ήταν το πόσο οργανικά δεμένη ήταν, στο επιχείρημά του, η συναίνεση με την απόλυτη ανάγκη να δρομολογηθεί προς βιώσιμη λύση το ασφαλιστικό.

Και τούτο προκειμένου όχι τόσο να προχωρήσει η συζήτηση για τη Μεγάλη Λευκή Ελπίδα που έχει καταστεί η αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά να «κρατηθεί» η όποια σταθερότητα έχει έως τώρα επιτευχθεί στην οικονομία-πολυτραυματία. Δεύτερος σταθμός, τα μαντάτα που μας έρχονται από τους «εταίρους». Εχουμε ήδη, δημόσια και επίσημα, την τοποθέτηση του Γερούν Ντέισελμπλουμ ως προέδρου του Eurogroup ότι «έχει μια λογική να αναζητάς ευρύτερη στήριξη στο Κοινοβούλιο», με αναφορά στην πορεία του Προγράμματος/Μνημονίου, με την αξιολόγηση στο βάθος που προϋποθέτει σοβαρή πρόοδο στο ασφαλιστικό.

Σαφέστερα είχαν ειπωθεί τα πράγματα στις κυρίως εργασίες του Eurogroup, αλλά και στις ασκούμενες πιέσεις και προς την κυβέρνηση να επιδιώξει τη συναίνεση (ήταν χαριτωμένη η αντίδραση της Ολγας Γεροβασίλη, κυβερνητικής εκπροσώπου, όταν φάνηκε ότι η σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών έγινε κατ’ επίνευσιν των «εταίρων»…), αλλά και ευθέως προς την αντιπολίτευση να την παράσχει τη συναίνεση αυτή.

Να το πούμε ωμά: τόσο το ΕΛΚ που έχει αναλάβει τη Ν.Δ. -έχει/δεν έχει πρόεδρο!- όσο και οι Ευρωσοσιαλιστές και Δημοκράτες προς το ΠΑΣΟΚ και Το Ποτάμι (αλλά και με την προσπάθεια να «ρυμουλκήσουν» προς τα εκεί τον ΣΥΡΙΖΑ, σε ευρωπαϊκό επίπεδο) δεν θα πάψουν να ασκούν πίεση ώστε να «ανακαλυφθεί» η ανάγκη συναίνεσης – όπως το καλοκαίρι, με την εντολή διαπραγμάτευσης με 250 ψήφους, με την αποδοχή του Μνημονίου-3 με 220+.

Για όλους αυτούς τους λόγους είχε ενδιαφέρον η τριπλέτα διάλογος-συνεννόηση-συναίνεση που ανέλυσε ο Αλέξης Τσίπρας. Εκείνο που ανέφερε ως αναγκαίο να αποκατασταθεί -«μια κουλτούρα διαλόγου»- απαιτεί ηρεμία στο μυαλό των προσερχομένων, ώστε να καταφέρνουν να ακούνε όχι-μόνο-τη-δική-τους-τη-φωνή. Δεν απαιτεί συμφωνία, ούτε οδηγεί σ’ αυτήν. Απαιτεί διάθεση να ακούσεις. Αν βέβαια μπορέσει να φθάσει και στη διασταύρωση απόψεων, ακόμη καλύτερα!

Η συνεννόηση, πάλι, προϋποθέτει να φθάσουν τα μέρη σε κάποια κοινά σημεία, να συμπέσουν οι αναλύσεις τους, να γίνουν αμοιβαία δεκτές κάποιες τοποθετήσεις. Σύμπτωση αρχών, κοινή ματιά στα ουσιώδη (ή σε ορισμένα από τα ουσιώδη). Εδώ απαιτείται και ένα μίνιμουμ καλής πίστης. Και η συναίνεση; Εδώ χρειάζεται να γίνει αντιληπτό ότι ένα στοιχείο κοινής πορείας είτε ωφελεί όλα τα μέρη είτε είναι απαραίτητο προκειμένου να αποφευχθεί ένας κίνδυνος, μια απώλεια, μια καταστροφή. Η συναίνεση περιλαμβάνει στοιχείο υποχώρησης – υποχώρησης όλων, αλλιώς πρόκειται για υποταγή.

Οταν είχε επιχειρηθεί (και επιτευχθεί) μετά από μακρές συνεννοήσεις και με βάση τεχνικό και πολιτικό διάλογο μια συναινετική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού στη Σουηδία, μετά τη δική τους μεγάλη κρίση της δεκαετίας του ‘90, επίτηδες είχαν φροντίσει ώστε καθένα από τα 5 κόμματα που συναίνεσαν να έχει περάσει ένα δικό του βασικό αίτημα ΚΑΙ να έχει χάσει ένα άλλο…

Η μετάβαση από τη μια κατηγορία στην άλλη στην τριπλέτα διάλογος-συνεννόηση-συναίνεση και πόσο μάλλον οι συγκυβερνήσεις ή οικουμενικές, από ένα προκύπτει. Από ένα και μόνον! Την ανάγκη.