Skip to main content

Πίσω από το Τείχος του κ. Τραμπ

Του Κοσμά Μαρινάκη*

Φαίνεται περίεργο, όχι μόνο σε εμάς στην Ελλάδα -που εξάλλου είμαστε συνηθισμένοι σε κενά προεκλογικά «θα»- αλλά ακόμη και στους Αμερικανούς, που ο νέος τους πρόεδρος ετοιμάζεται να υλοποιήσει την πιο πομπώδη προεκλογική του δέσμευση: το τείχος μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερα επιχειρήματα για να πεισθεί κανείς ότι την σήμερον ημέρα το μεταναστευτικό πρόβλημα όχι μόνο δεν λύνεται με τείχη αλλά στην πραγματικότητα επιδεινώνεται. Ο δικός μας φράχτης στον Έβρο, που αντί να μειώσει τις μεταναστευτικές ροές απλώς τις έστρεψε προς τον εναλλακτικό αλλά πολλαπλώς πιο επικίνδυνο θαλάσσιο δρόμο, θα έπρεπε να έχει αποτελέσει μάθημα για τον κ. Τραμπ. Αν και ο ίδιος δεν μοιάζει τύπος που παίρνει μαθήματα, το τείχος του πιθανότατα προορίζεται να εξυπηρετήσει διαφορετικούς σκοπούς από αυτούς που έχει εξηγήσει στους ψηφοφόρους του.

Πίσω από το τείχος του κ. Τραμπ κρύβεται μια σειρά από οικονομικές στρατηγικές επιλογές, οι οποίες σηματοδοτούν μια οξεία αλλαγή πλεύσης στην φιλοσοφία των ΗΠΑ όσον αφορά τις διεθνείς εμπορικές τους σχέσεις.

Όπως έχει ήδη διαμηνύσει ο νέος αμερικανός πρόεδρος, το τείχος θα χρηματοδοτηθεί από δασμούς που θα επιβάλει στις μεξικανικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ. Η πλευρά των Δημοκρατικών έσπευσε να τον κατηγορήσει πως επιστρέφει σε ξεπερασμένες μεθόδους «προστατευτισμού» και πως οι δασμοί θα μετακυλιστούν στις τελικές τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, οπότε τους Αμερικανούς καταναλωτές τελικώς θα επιβαρύνουν. Όσο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως περίεργο, αυτός είναι πιθανότατα ο πραγματικός στόχος του κ. Τραμπ.

Πράγματι, ο προστατευτισμός, η πρακτική δηλαδή του να περιορίζονται, να αποθαρρύνονται ή να απαγορεύονται πλήρως οι εισαγωγές ώστε να προστατευτούν οι εγχώριοι παραγωγοί, είναι μια μέθοδος που έχει στην ουσία εγκαταλειφθεί στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο ότι η οικονομική σκέψη στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα κατάφερε να πείσει τις κυβερνήσεις πως με το ελεύθερο εμπόριο όλοι μπορούν να επωφελούνται από τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Όντως, η σταδιακή απελευθέρωση του εμπορίου δεν άργησε να δείξει χειροπιαστά οφέλη στην ευημερία των λαών.

Με το ξύπνημα όμως εδώ και μερικά χρόνια των αναδυόμενων οικονομιών -κυρίως της Ανατολής- τα πράγματα δείχνουν να έχουν αλλάξει. Ο ανταγωνισμός προς τους παραγωγούς των ανεπτυγμένων οικονομιών ούτε θεμιτός, ούτε δίκαιος μοιάζει να είναι. Η μείωση του εργατικού κόστους στην οποία βασίζουν της ανταγωνιστικότητά τους οι περισσότερες αναδυόμενες χώρες οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στις εξευτελιστικές, απάνθρωπες και συχνά παράνομες συνθήκες εργασίας στις χώρες αυτές.

Σήμερα, το κόστος ασφάλισης ενός μόνο Αμερικανού εργαζόμενου μπορεί να υπερβαίνει τις συνολικές αποδοχές 10 Κινέζων εργαζόμενων, που δεν απολαμβάνουν ούτε ασφάλιση, ούτε σύνταξη, ούτε υπερωριακή αμοιβή. Την ίδια στιγμή, η διαφορά επιπέδου τεχνολογικής ανάπτυξης και υποδομών μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναδυόμενων οικονομιών αμβλύνεται, εξαλείφοντας κάθε κίνητρο για τις επιχειρήσεις να διατηρούν εγκαταστάσεις στις ανεπτυγμένες χώρες.

Υπό αυτές τις συνθήκες, πολλές εταιρίες που ακόμη επιλέγουν να παράγουν στις αναπτυγμένες οικονομίες δεν έχουν καμία ελπίδα να παραμείνουν ανταγωνιστικές και χάνουν καθημερινά έδαφος από τις φθηνές εισαγωγές.

Η κατάσταση αντικατοπτρίζεται πλήρως και στα δεδομένα. Στην δεκαετία του 2000 η Αμερική έχασε δεκάδες εκατομμύρια θέσεις εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης προς χώρες φθηνότερου εργατικού δυναμικού (Κίνα, Μεξικό, Ινδία, Μπαγκλαντές, Πακιστάν κ.α.).

Τότε, αυτό θεωρήθηκε από πολλούς αναλυτές ως μια «φυσιολογική παρενέργεια» του ελεύθερου εμπορίου και όσο οι θέσεις υψηλότερης εξειδίκευσης αυξάνονταν και παρέμεναν εντός των αμερικανικών συνόρων, δεν κρίθηκε ανησυχητικό. Στην πραγματικότητα, αυτή η «μικρή παρενέργεια» έμελε να επηρεάσει βαθειά την βάση της αμερικανικής κοινωνίας.  

Ακόμη και πριν την εμφάνιση «τίγρεων της Ανατολής», η απελευθέρωση του εμπορίου συνέπεσε με ένα άνευ προηγουμένου άνοιγμα της ψαλίδας της εισοδηματικής ανισότητας στην Αμερικανική κοινωνία, που σήμερα μάλιστα εντείνεται. Η μικρομεσαία τάξη, όχι μόνο ατύχησε στο να προσπορισθεί τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου, αλλά αποτέλεσε την παράπλευρη απώλεια παραμένοντας  μέχρι σήμερα ουσιαστικά απροστάτευτη από τις εκάστοτε αστοχίες των ελεύθερων αγορών. Αυτή η μερίδα της κοινωνίας ήταν που πρόσφατα αποτέλεσε το κύριο «εκλογικό πελατολόγιο» του κ. Τραμπ.

Σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, και ιδιαίτερα αφότου και θέσεις υψηλότερης εξειδίκευσης άρχισαν να εγκαταλείπουν την αμερικανική επικράτεια, μια όλο και αυξανόμενη μερίδα οικονομολόγων τάσσονται υπέρ της άποψης ότι οι τιμές που πληρώνουν οι Αμερικανοί για τα εισαγόμενα προϊόντα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική αξία των προϊόντων αυτών και πως καθίσταται αναγκαία μια μέθοδος προστασίας του διεθνούς εμπορίου μέσω της αύξησης των τιμών των εισαγωγών.

Αυτό σημαίνει πως οι αγορές θα κληθούν να συνειδητοποιήσουν πως δεν μπορεί να αποτελεί θεμιτό συγκριτικό πλεονέκτημα για μια χώρα το ότι οι εργαζόμενοι της αναγκάζονται να εργαστούν για μισθούς κάτω από το όριο της φτώχειας. Ο Αμερικανός πρόεδρος ψάχνει λοιπόν ένα διπλό όφελος στο τείχος του. Αφενός χρηματοδοτεί την ανούσια προεκλογική του δέσμευση (που κατά βάση τον εξέλεξε Πρόεδρο) και αφετέρου έχει ένα πρώτης τάξεως άλλοθι στο να επιβάλει δασμούς στα Μεξικανικά (αρχικώς) προϊόντα σηματοδοτώντας μια νέα εποχή προστατευτισμού στο παγκόσμιο εμπόριο.

Η πατρότητα της προσπάθειας της αύξησης των τιμών των εισαγωγών, πάντως, δεν ανήκει στον κ. Τραμπ. Στην ίδια φιλοσοφία είχε προσχωρήσει ολοκληρωτικά και η κυβέρνηση Ομπάμα. Ο τέως Αμερικανός πρόεδρος από την αρχή της θητείας του έδωσε μια σκληρή αλλά άκαρπη μάχη για να πείσει τους αναπτυσσόμενους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ -κυρίως την Κίνα- να ανατιμήσουν τα νομίσματά τους. Προσδοκούσε πως με αυτόν τον τρόπο θα ανέβαιναν οι τιμές των εισαγωγών στην Αμερική δημιουργώντας το περιθώριο για τις εγχώριες εταιρίες να ανταγωνιστούν τα εισαγόμενα προϊόντα, αφού αυτά θα ήταν πλέον ακριβότερα στην αμερικανική αγορά.

Φυσικά, όπως αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στην πολιτική, σήμερα το κόμμα του κατηγορεί την αντίπαλη πλευρά που προσπαθεί να επιτύχει το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα.

Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος έχει σε πολλές περιπτώσεις δείξει ότι δεν επιθυμεί να πάει σε νέες μετριοπαθείς συνομιλίες με τους εμπορικούς του εταίρους. Άλλωστε είναι ξεκάθαρο πως ο ίδιος διακαώς επιθυμεί να αποκτήσει την εικόνα του ισχυρού ηγέτη που βγαίνει θεαματικά νικητής μέσα από την σύγκρουση. Προσδοκεί λοιπόν πως οι δασμοί στα μεξικανικά προϊόντα θα του επιτρέψουν να έχει την στρατηγική του «μεγάλου αφεντικού» (top dog, κατά την ορολογία της θεωρίας διαπραγματεύσεων) όταν σύντομα επανεκκινήσει τις συζητήσεις με την Κίνα. Αν οι κινέζοι αρνηθούν να προσαρμόσουν την ισοτιμία του γουάν στις αμερικανικές ανάγκες, ο κ. Τραμπ δεν θα διστάσει να επεκτείνει τον νέο-προστατευτισμό του και στις κινεζικές εισαγωγές.

Δεν θα μου φαινόταν διόλου απίθανο, πως αν υπάρξει μια στοιχειώδης έστω επιτυχία στους μεξικανικούς δασμούς, ο κ. Τραμπ να προτιμήσει να επιβάλει το δικό του δόγμα του Νέο-προστατευτισμού από την χλιαρή (κατ’ αυτόν) λύση της συναλλαγματικής ρύθμισης που μέχρι πρότινος οι ΗΠΑ αποζητούσαν. Το μόνο βέβαιο είναι πως το διεθνές εμπόριο έχει μπει σε μια νέα τροχιά, που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορεί να αναστραφεί ούτε στην μετά-Τραμπ εποχή.

* Ο Κοσμάς Μαρινάκης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομικής επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας (National Research University – Higher School of Economics)