Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Η ηχώ από τους πυροβολισμούς το μεσημέρι της Κυριακής 28 Ιουνίου 1914 στο Σεράγεβο της Βοσνίας δεν έσβησε παρά στις 11 το πρωί της 11ης Νοεμβρίου 1918, στα λασπωμένα έμπεδα του Δυτικού Μετώπου.
Οι σφαίρες που έφυγαν από το περίστροφο του 24χρονου Σερβοβόσνιου εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ δεν σκότωσαν μόνον τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, διάδοχο του αυστροουγγρικού θρόνου και τη σύζυγό του Σοφί Χότεκ φον Χότκοβ ουντ Βόγκιν, αλλά έπληξαν καίρια την Ευρώπη, αλλάζοντάς την για πάντα. Από την κάννη ενός όπλου δεν φυτρώνει μόνον η πολιτική ισχύς, όπως ήθελε ο Μάο Τσε Τουνγκ, αλλά και ο όλεθρος.
Έναν μήνα μετά τη δολοφονία στην πρωτεύουσα της Βοσνίας, η Αυστροουγγαρία, με την ενθάρρυνση της Γερμανίας του Κάιζερ, κήρυττε τον πόλεμο στη Σερβία, για να ακολουθήσει ένα ντόμινο κήρυξης πολεμικών πράξεων σε έναν ευρωπαϊκό εμφύλιο, που έφερε αντιμέτωπες τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία) με τις Ενωμένες Δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία ως τις αρχές του 1918 και ΗΠΑ από το 1917).
Και στις αποικίες
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν γεγονός, καθώς δεν περιορίσθηκε μόνο στα γεωγραφικά όρια της Ευρώπης, αλλά επεκτάθηκε και στις αποικίες των αντιμαχόμενων Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, εμπλέκοντας στη σύγκρουση στρατεύματα ακόμη και από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, στην Ιστορία των οποίων μια βαλκανική χερσόνησος, η Καλλίπολις, έχει αποκτήσει διάσταση θρύλου.
Ο Ευγένιος Ουέμπερ, Αμερικανορουμάνος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, χρόνια μετά, απεφήνατο, «πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο μέρος ενός Β’ Τριακονταετούς Πολέμου (1914-1945) μεταξύ Ευρωπαϊκών Δυνάμεων».
Κι όμως, αυτές οι Μεγάλες Δυνάμεις για έναν ολόκληρο αιώνα, από το τέλος της απόπειρας του Ναπολέοντα να ενοποιήσει την ήπειρο υπό το αυτοκρατορικό σκήπτρο του, είχαν αποφύγει να συγκρουσθούν. Η ισορροπία δυνάμεων που καθιέρωσε το Συνέδριο Ειρήνης στη Βιέννη το 1815, με μοναδικές εξαιρέσεις τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-56) και τον Γαλλοπρωσικό (1870-71), στους οποίους αντιπαρατέθηκαν τρεις από τις πέντε Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, χάρισαν στην Ευρώπη έναν «εκτενή δέκατο ένατο αιώνα», που ήταν μια περίοδος σχεδόν αδιάκοπης υλικής, πνευματικής και ηθικής προόδου.
Οι πόλεμοι δεν είχαν σταματήσει στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις, όπως έγραψε ο Έρικ Χομπσμπάουμ, «διάλεγαν τα θύματα ανάμεσα στους αδύναμους και έξω από τον ευρωπαϊκό κόσμο». Κι ακόμη και αν αυτό έφερνε κάποιες φορές τα στρατεύματά τους σε θέση μάχης σε μακρινές αποικίες, κανείς δεν στοιχημάτιζε για την έκρηξη ενός πολέμου στην Ευρώπη.
Η Ωραία Εποχή
Η τεχνολογική πρόοδος, η βιομηχανική επανάσταση που είχε συντελεσθεί και συνεχώς διεύρυνε τα όριά της, η επιτυχής αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1870-1880 καθιστούσαν την Ευρώπη κυρίαρχη σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, με τους πολίτες της να πιστεύουν σε ένα λαμπρό μέλλον, βέβαιοι ότι η Ωραία Εποχή (Belle Epoque) θα συνεχιζόταν για πάντα.
Ήταν τόσο βαθιά αυτή η πίστη, που μόλις τρία χρόνια πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, ένας ευφυής Βρετανός φιλελεύθερος δημοσιογράφος, ο Νόρμαν Έιντζελ, με το βιβλίο του «Η Μεγάλη Χίμαιρα» προφήτευε το οριστικό τέλος των πολέμων, όπως σχεδόν οκτώ δεκαετίες αργότερα, ο Φράνσις Φουκουγιάμα, στα ερείπια του κομμουνιστικού κόσμου, διαπίστωνε το «τέλος της Ιστορίας».
Ό,τι ήταν για τον Έιντζελ αδιανόητο -οι άρχουσες τάξεις της Ευρώπης να αλληλοεξοντωθούν ενώ έχουν κοινά συμφέροντα-, ήταν αναπόφευκτο για τον Γάλλο ιστορικό Henri Martin, ο οποίος, διαπιστώνοντας το 1847 τον άδικο χαρακτήρα των διευθετήσεων της Βιέννης, παραμονές της έκρηξης των μεγάλων φιλελεύθερων κινημάτων κοινωνικής αντίστασης, προειδοποιούσε: «Αδιάψευστα σημεία των καιρών δείχνουν πως σε λίγα χρόνια τα εθνικά ζητήματα, σε συνδυασμό με τα κοινωνικά προβλήματα, θα κυριαρχήσουν πάνω σε όλα τα άλλα της ηπείρου μας».
Ανέμελη αισιοδοξία
Το μικρόβιο της αισιοδοξίας δεν είχε προσβάλει μόνον τους φιλελεύθερους, αλλά και κορυφαίους εκφραστές των σοσιαλιστικών ιδεών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρλ Κάουτσκι, αυτή η μεγάλη μορφή του σοσιαλιστικού κινήματος, εκτιμούσε πως «ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός οδηγείται σιγά-σιγά σε ένα στάδιο “υπεριμπεριαλισμού”: τα συμφέροντα των καπιταλιστών εξυπηρετούνται πλέον σήμερα πολύ καλύτερα από τη συνένωση και τη διεθνή συνεργασία παρά από τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο».
Ακόμα και λίγες ημέρες πριν από τον πόλεμο, οι ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων, όπως γράφει ο Xομπσμπάουμ, «ήταν πεισμένοι ότι ένας γενικευμένος πόλεμος ήταν αδύνατος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση».
Εξίσου αδιανόητος ήταν ο πόλεμος και για αυτούς ακόμη τους φιλελεύθερους εθνικιστές, που τον αφόριζαν ως «μια διαταραχή της διεθνούς τάξης, αταβιστική και ανεξέλεγκτη παλινδρόμηση σε έναν ανορθολογικό κόσμο».
Όλοι αυτοί -ηγέτες, διανοούμενοι, πολίτες- παρέβλεπαν όσα συντελούνταν στο περιθώριο της ανέμελης αισιοδοξίας τους. Παραδομένοι στο ηδύ κλίμα μιας dolce far niente, ανίκανοι να αντιληφθούν τα υπόγεια ρεύματα που διέτρεχαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες κι όσα σχεδιάζονταν στα ανακτοβούλια ισχυρών αυτοκρατοριών.
Τα σημάδια ωστόσο ήταν πολλά, αλλά αγνοήθηκαν.
- Ο εθνικισμός, αρθρωμένος ως αίτημα για την αυτοδιάθεση των λαών που στέναζαν κάτω από τη δεσποτική αυθεντία ανελεύθερων αυτοκρατοριών, συναντήθηκε με τη δημοκρατική απαίτηση για λαϊκή κυριαρχία διεκδικώντας να ανέλθει στο προσκήνιο της Ιστορίας.
- Η ταπεινωμένη Γαλλία, ηττημένη του Γαλλοπρωσικού πολέμου 1870-71, έχοντας απολέσει την Αλσατία και τη Λωραίνη, επιζητεί ρεβάνς και τρέφει, για πρώτη φορά, αλυτρωτικές επιδιώξεις, υιοθετώντας ανάλογη πολιτική.
- Η Γερμανία του Ότο Μπίσμαρκ, που αυτοπροβάλλεται ως ο «έντιμος μεσάζων» στις ευρωπαϊκές διαμάχες, με την υστερόβουλη σκέψη να κατοχυρώσει τα γερμανικά κεκτημένα, διατηρώντας ακλόνητο το status quo, απέχει ελάχιστα από τα να καταστεί η κυρίαρχη οικονομικά δύναμη στην Ευρώπη.
Το 1914 το βιομηχανικό δυναμικό της Γερμανίας ήταν ανώτερο του βρετανικού και ίσο με της Γαλλίας και της Ρωσίας μαζί, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν περισσότερη απ’ ό,τι ήταν στη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία συνολικά.
Στο εσωτερικό της Γερμανίας η συναίνεση μεταξύ της αστικής πολιτικής τάξης, των στρατιωτικών και των επιχειρηματιών, για εδαφική αποικιακή επέκταση και ενίσχυση του πρωσικού μιλιταριστικού πνεύματος, συνοδεύτηκε από μια μεθοδευμένη προσπάθεια ελέγχου των κοινωνικών συγκρούσεων και διοχέτευσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας προς το εξωτερικό με τη μορφή ενός σοβινιστικού εθνικισμού, που με τη βοήθεια του Τύπου στοχοποίησε τη Μ. Βρετανία, ως εχθρό στην απόκτηση αποικιών και στην πρόσβαση σε νέες αγορές από τη Γερμανία.
Το σχέδιο Σλίφεν
Από το 1892 το γερμανικό Γενικό Επιτελείο είχε επεξεργασθεί το περίφημο σχέδιο Σλίφεν για διεξαγωγή πολέμου σε δύο μέτωπα, εναντίον της Γαλλίας και της Ρωσίας, ενώ το 1912 ο Κάιζερ και το Γενικό Επιτελείο σχεδίαζαν προληπτικό πόλεμο.
-Ο έντονος και διαρκής ανταγωνισμός Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια συντηρούσε τη φωτιά νέων εξεγέρσεων μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την εκδίωξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τα ευρωπαϊκά εδάφη.
– Ο φρενήρης ρυθμός στους εξοπλισμούς. Η Μ. Βρετανία αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες σχεδόν κατά 30% μέσα στη δεκαετία 1890-1900. Το 1913 ήταν 140% υψηλότερες απ’ ό,τι το 1887.
Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε περίπου 90 εκατομμύρια μάρκα ετησίως για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα.
– Η απόφαση της Μ. Βρετανίας να εγκαταλείψει τη στάση της «λαμπράς απομονώσεως»-(splendid isolation) και να έλθει σε συνεννόηση με τη Γαλλία το 1904 και το 1907 με τη Ρωσία, αντιδρώντας στη γερμανική πολιτική.
Οι ΗΠΑ
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ταλαντεύονταν μεταξύ της παρακαταθήκης του πρώτου τους προέδρου Τζορτζ Ουάσιγκτον, «μην μπλέξετε με τα πράγματα της Ευρώπης» και τις ιδέες του τρίτου προέδρου Τόμας Τζέφερσον, ότι η Αμερική «ουσιαστικά δρούσε εν ονόματι όλης της ανθρωπότητας».
Καταδικάζοντας την ευρωπαϊκή αντίληψη της ισορροπίας των δυνάμεων, ως την πηγή των δεινών που έπλητταν την Ευρώπη, οι ΗΠΑ επέκτειναν διαρκώς τα εδάφη τους από τον έναν ως τον άλλον ωκεανό της Βόρειας Αμερικής, «εκπληρώνοντας μια θεϊκή αποστολή».
Στα χρόνια ακριβώς του «ευρωπαϊκού πυρετού» δύο σπουδαίοι Αμερικανοί πρόεδροι, ο Θίοντορ Ρούζβελτ και ο Γούντροου Ουίλσον, καθοδηγούσαν τις τύχες της μεγάλης χώρας τους.
Για τον πρώτο η διεθνής ισορροπία δυνάμεων δεν μπορούσε να υπάρξει, ήταν αδιανόητη, δίχως τη συμμετοχή της Αμερικής.
Για τον δεύτερο, ο διεθνής ρόλος της Αμερικής είχε έναν μεσσιανικό χαρακτήρα. Δεν ήταν υποχρεωμένη να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων, αλλά να διαδώσει τις αρχές της σε όλον τον κόσμο. Να αντιληφθούν όλοι ότι η ειρήνη εξαρτάται από την εξάπλωση της δημοκρατίας, ότι τα κράτη πρέπει να κρίνονται με τα ίδια ηθικά κριτήρια με τα οποία κρίνονται οι άνθρωποι, ότι το εθνικό συμφέρον ταυτίζεται με την επιδίωξη για ένα οικουμενικό σύστημα δικαίου.
Οι ιδέες αυτές ήταν στον πυρήνα των 14 σημείων για την καθιέρωση ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, που ως πρόεδρος παρουσίασε τον Ιανουάριο του 1918, οδηγώντας τη Διάσκεψη Ειρήνης στις Βερσαλλίες, αμέσως μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου, να αποφασίσει την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών, ως εγγυητή του νέου κόσμου που αναδύθηκε από τη φωτιά της καταστροφής.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι και οι δύο -Ρούζβελτ και Ουίλσον- θα έβαζαν την Αμερική στον πόλεμο, όπως κι έκανε ο δεύτερος την άνοιξη του 1917, ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχαν την ίδια στάση μεταπολεμικά.
Για τον πρώτο, οι διεθνείς σχέσεις δεν ήταν «μια γλυκανάλατη ηθικολογία», αλλά υπόθεση ισχύος, γεωπολιτικού ρεαλισμού και όχι υψηλόφρονος αλτρουισμού, όπως πίστευε ο δεύτερος.
Οι Αμερικανοί ακολούθησαν τον Ουίλσον, στο όνομα της αμερικανικής ηθικής μοναδικότητας, που καθόρισε για τις ΗΠΑ μια μεσσιανική, σταυροφορική ιδεολογία, η οποία ακόμη και σήμερα τις δεσμεύει στη διαχείριση των παγκόσμιων υποθέσεων.
Το δόγμα Ουίλσον, ότι η ασφάλεια της Αμερικής είναι αδιαχώριστη από την ασφάλεια όλης της ανθρωπότητας, ανέθετε στη χώρα του υποχρεώσεις και ρόλο ενός παγκόσμιου χωροφύλακα.
Μετρώντας τις πληγές
Η ερειπωμένη Ευρώπη του 1918, μετρώντας τις πληγές της και το κόστος του Μεγάλου Πολέμου -πάνω από 260 δισ. δολάρια, εξίμισι φορές το σύνολο του εθνικού χρέους όλων των χωρών από το τέλος του 18ου αιώνα, ως την έναρξη του πολέμου- παρέδωσε τα ηνία στην ανερχόμενη, πέραν του Ατλαντικού, δύναμη.
Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου άλλαξε δραματικά τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Τέσσερις Αυτοκρατορίες διαλύθηκαν -Ρωσική, Γερμανική, Αυστροουγγρική, Οθωμανική- και στη θέση τους αναδύθηκαν επτά Δημοκρατίες -Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία και Φινλανδία- και δύο Βασίλεια, αυτό της Ουγγαρίας και των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.
Η Επανάσταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία, το 1917, δεν διέλυσε απλώς μια Αυτοκρατορία. Είχε την επίδραση που άσκησε στον 19ο αιώνα η Γαλλική Επανάσταση του 1789. Επηρέασε καθοριστικά τα πράγματα στον 20ό αιώνα και σε πολλά επίπεδα πέρα από τα προφανή…
- Ο απολογισμός της ευρωπαϊκής τραγωδίας, σε ανθρώπινες ζωές, ασύλληπτος για την εποχή: Εννέα εκατομμύρια στρατευμένοι νεκροί, όπως και 9,5 εκατομμύρια άμαχοι πολίτες, 23 εκατομμύρια τραυματίες κι απ’ αυτούς τα 7 εκατομμύρια μόνιμα ανάπηροι.
- Οι Γάλλοι έχασαν το 20% των ανδρών στρατεύσιμης ηλικίας, οι Βρετανοί μια ολόκληρη γενιά, σχεδόν 500.000 άνδρες κάτω των 30 ετών, γόνους κυρίως των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και μεταξύ τους το ένα τέταρτο των φοιτητών στην Οξφόρδη και το Κέμπριτζ, ηλικίας κάτω των 24 χρόνων.
- Οι Γερμανοί έχασαν το 13% των στρατευμένων τους και οι ΗΠΑ είχαν 116.000 νεκρούς.
- Οι Ευρωπαίοι μπήκαν στον Μεγάλο Πόλεμο πιστεύοντας ότι θα είναι σύντομος. Οι Βρετανοί στρατιώτες στα πεδία μαχών της Γαλλίας πίστευαν ότι τα Χριστούγεννα θα ήταν στα σπίτια τους και ο διάδοχος του Κάιζερ ότι πηγαίνουν «σε έναν λαμπρό και κεφάτο πόλεμο». Μόνον ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Έντουαρντ Γκρέι, τη νύχτα που η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο, παρατήρησε: «Τα φώτα σβήνουν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν πρόκειται να τα δούμε να ξανανάβουν στη διάρκεια του βίου μας».
Κομβικός ο ρόλος του Τύπου
Από το σκηνικό της παραζάλης δεν θα μπορούσε να λείπει ο Τύπος. Τα αποτελέσματα της εμπλοκής του υπήρξαν ολέθρια. Ήταν, όπως το περιέγραψε τον Μάρτιο του 1909 στη γερμανική Βουλή ο καγκελάριος Μπέρνχαρντ φον Μπίλοβ: «Οι περισσότερες συγκρούσεις που γνώρισε ο κόσμος τις προηγούμενες δέκα δεκαετίες δεν προέκυψαν από ηγεμονικές φιλοδοξίες ή από υπουργικές συνωμοσίες, αλλά από την παθιασμένη αναταραχή της κοινής γνώμης, η οποία με όχημα τον Τύπο και τη Βουλή παρέσυρε στο διάβα της την εκτελεστική εξουσία». Αυτή η κοινή γνώμη, κατάλληλα τροφοδοτημένη από ένα αποχαλινωμένο Τύπο, ήταν το φόβητρο ακόμη και δεσποτικών ηγετών, όπως ο Κάιζερ στη Γερμανία ή ο Τσάρος στη Ρωσία. «Αν χάσουμε την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην εξωτερική μας πολιτική, τότε έχουμε χάσει τα πάντα» διαμήνυε στους υπουργούς του ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ’. Ενώ ο Γουλιέλμος Β’ του 2ου Γερμανικού Ράιχ περνούσε πολλές ώρες της ημέρας διαβάζοντας αποκόμματα εφημερίδων! Στην πολιτική τάξη της Ευρώπης είχε καταστεί συνείδηση ότι η τύχη της εξαρτιόταν από τις διαθέσεις του Τύπου. Και είχε παραδοθεί… Το χρήμα από τα μυστικά κονδύλια των κυβερνήσεων και των υπουργείων Εξωτερικών γέμιζε τα ταμεία εκδοτών και τις τσέπες δημοσιογράφων, που με τη σειρά τους τάιζαν το τέρας ενός επιθετικού σοβινισμού, θύοντας στον βωμό ενός παράφρονος μιλιταρισμού. Οι εκκλήσεις ελάχιστων, είναι η αλήθεια, εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου προς τον Τύπο για «αυτοσυγκράτηση» έπεφταν στο κενό και το επίθετο «πασιφιστής» εξασφάλιζε θέση στον πολιτικό Καιάδα σε όποιον είχε την ατυχία να μπει στο στόχαστρο των εφημερίδων. «Η ιδέα παρατεταμένης ειρήνης αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός», υποστήριζε ο υποκόμης Έσερ, στενός φίλος και σύμβουλος του Εδουάρδου Ζ’ της Μ. Βρετανίας. Ο ίδιος, μιλώντας στους φοιτητές του Κέμπριτζ, τους καλούσε να μην υποτιμούν «τις ποιητικές και ρομαντικές πλευρές της κλαγγής των όπλων», γιατί όποιος το κάνει «επιδεικνύει εξασθενημένο πνεύμα και φτωχή φαντασία».
Ποιος έφταιξε
Εκατό χρόνια μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, η ιστοριογραφία όσων ενεπλάκησαν αποπειράθηκε πολλές φορές να δώσει απάντηση στο ερώτημα «γιατί, ποιος έφταιξε».
Ίσως η απάντηση βρίσκεται στο επίγραμμα που χάραξε ο Βρετανός ποιητής Ράντγιαρντ Κίπλινγκ στον τάφο του μοναχογιού του, Τζακ, που σκοτώθηκε το 1915 στη Βόρεια Γαλλία.
«If any question why we died tell them, because our fathers lied».
«Αν απορεί κανείς γιατί πεθάναμε, πείτε τους, επειδή οι πατεράδες μας είπαν ψέματα».
Βοηθήματα: Οι υπνοβάτες (Christopher Klark). Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος 20ός αιώνας (Eric Hobsbawm). Διπλωματία (Henri Kissinger). Διπλωματική Ιστορία τριών αιώνων (Θεόδωρος Χριστοδουλίδης). Ο τελευταίος Ευρωπαϊκός αιώνας (Γιάννης Στεφανίδης). Οι Ειρηνοποιοί (Margaret MacMillan).