Skip to main content

Απόλυτη ή πύρρειος η νίκη Ερντογάν;

Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

[email protected]

Η καθαρή νίκη του ισλαμοσυντηρητικού, δεξιού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου στην Τουρκία αποτελεί αναμφισβήτητα επιβεβαίωση της ισχυρότατης θέσης του – τυπικά υπερκομματικού – προέδρου της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο τουρκικό πολιτικό σκηνικό.

Έχοντας κερδίσει τις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές στην ιστορία της Δημοκρατίας της Τουρκίας, το 2014 και, παρά το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα οι αρμοδιότητες του προέδρου είναι μάλλον διακοσμητικές, ο Ερντογάν «έπαιξε» ως επικεφαλής του κράτους το χαρτί των επαναληπτικών βουλευτικών εκλογών, μετά την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης που ακολούθησε την εκλογική διαδικασία του Ιουνίου.

Με αυτοδύναμη κυβέρνηση και πρωθυπουργό τον πιστό του συμμαχητή στο AKP Αχμέτ Νταβούτογλου, θεωρητικό του «νεοοθωμανισμού» και του «στρατηγικού βάθους» της τουρκικής επιρροής σε Μέση Ανατολή και Ασία, ο πρόεδρος της Τουρκίας φαίνεται να κερδίζει τουλάχιστον τέσσερα ανέφελα χρόνια πολιτικής κυριαρχίας, μέχρι το 2019.

Ωστόσο, τα πράγματα για τους ισλαμοσυντηρητικούς ηγέτες στην Άγκυρα δεν είναι όσο ανθηρά φαίνονται. Ο αριθμός εδρών τις οποίες θα εξασφαλίσει το AKP στη νέα τουρκική Εθνοσυνέλευση είναι 317 εκ των 550, ενώ χρειάζεται τουλάχιστον 330 για να εγκρίνει συνταγματική μεταρρύθμιση η οποία θα μετατρέπει τη χώρα από προεδρευόμενη κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία.

Κανένα από τα υπόλοιπα τρία κόμματα που θα εκπροσωπηθούν στο νέο τουρκικό κοινοβούλιο δεν φαίνεται διατεθειμένο να διευκολύνει τις φιλοδοξίες «μονοκρατορίας» του ισλαμιστή προέδρου στη χώρα των περίπου 78 εκατομμυρίων κατοίκων.

Κεμαλική κεντροαριστερά (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα – CHP), κεμαλική εθνικιστική Άκρα Δεξιά (Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος – MHP) και φιλοκουρδική Αριστερά (Κόμμα Δημοκρατίας των Λαών – HDP), παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές, ομονοούν στην ανάγκη «ψαλιδίσματος» των φτερών ενός προέδρου – «σουλτάνου», ο οποίος – κατά τους ίδιους – πιθανόν να θέσει σε κίνδυνο, με την υπερσυγκέντρωση εξουσιών στα χέρια του, τον κοσμικό και στοιχειωδώς δημοκρατικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους, όπως αυτό οικοδομήθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ μετά το 1923.

«Αραβική Άνοιξη» και διάψευση προσδοκιών

Μεταξύ 2007 και 2011, οι ισλαμοσυντηρητικοί «άλωσαν» την Προεδρία της Δημοκρατίας με τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, περιόρισαν σημαντικά τις εξουσίες του κεμαλικού, κοσμικού και αντιισλαμιστικού στρατού της Τουρκίας, περιόρισαν το βασικό κεμαλικό κόμμα εξουσίας (CHP) σε ρόλο μόνιμης αντιπολίτευσης και κατάφεραν να καταστούν πρότυπο για τους μετριοπαθείς (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ισλαμιστές του ευρύτερου χώρου της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, στη μάχη τους ενάντια σε αυταρχικά μεν, κοσμικά δε καθεστώτα.

Στην πρώτη φάση της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», φαινόταν ότι η πορεία των εξελίξεων σε μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου θα ήταν αντίστοιχη με εκείνη της μη αραβικής, αλλά μουσουλμανικής Τουρκίας. Ο Ερντογάν «πόνταρε» στα κόμματα – «βιτρίνες» της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε Τυνησία, Αίγυπτο, Λιβύη και Συρία και ο τότε υπουργός Εξωτερικών  Νταβούτογλου μιλούσε για μια  «Άνοιξη» με την Τουρκία ως επίκεντρο και πιθανό περιφερειακό ηγεμόνα.

Ωστόσο, η δικτατορία του κοσμικού στρατάρχη Σίσι στην Αίγυπτο, η οποία έβαλε τέλος στη διακυβέρνηση του ισλαμιστή προέδρου Μόρσι, η ήττα των Τυνήσιων ισλαμιστών από τους κοσμικούς αντιπάλους τους σε προεδρικές και βουλευτικές εκλογές το 2014, ο ουσιαστικός κατακερματισμός της Λιβύης και η επιβίωση του κοσμικού Άσαντ στη Συρία χρεοκόπησαν γρήγορα τις ηγεμονικές τουρκικές βλέψεις.

Η σύγκρουση με το ρεύμα Γκιουλέν

Πλήγμα για τον Ερντογάν απότελεσε ακόμη η ανοικτή σύγκρουσή του, από το 2013, με ένα ρεύμα το οποίο τον βοήθησε πολύ στην πολιτική του ισχυροποίηση και επικράτηση έναντι των κλασσικών κοσμικών ελίτ της Τουρκίας: του ρεύματος του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ ισλαμιστή ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν.

Ο Γκιουλέν δημιουργούσε μεθοδικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα ευρύ και «σκοτεινό» δίκτυο υποστηρικτών σε αστυνομία και Δικαιοσύνη, προβάλλοντας ταυτόχρονα μια πολιτική γραμμή φιλελεύθερου και μετριοπαθούς Ισλάμ, την οποία όμως πολλοί θεωρούν προσχηματική. Βοήθησε πολύ το AKP να οδηγήσει κεμαλικούς στρατιωτικούς στο εδώλιο για πραγματικές ή και ανύπαρκτες κινήσεις τους ενάντια στην ισλαμιστική κυβέρνηση, ωστόσο, μετά την πλήρη αποδυνάμωση των κεμαλιστών, έστρεψε τα βέλη του και ενάντια στον Ερντογάν.

Ο τελευταίος κήρυξε τον πόλεμο στον Γκιουλέν, «σαρώνοντας» με διώξεις αστυνομία, Δικαιοσύνη και Τύπο, στερώντας ωστόσο δημοκρατικό «αέρα» από το πολιτικό κλίμα στη χώρα. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι το δίκτυο του ιμάμη κάθε άλλο παρά δημοκρατικές μεθόδους χρησιμοποιούσε για την επίτευξη των σκοπών του.

Κουρδικό: Από την ειρήνευση στην όξυνση

Στο κουρδικό, η αρχική γραμμή Ερντογάν ήταν πολύ πιο φιλική προς τους Κούρδους, στο όνομα της κοινής θρησκείας (σουνιτικό Ισλάμ) Τούρκων και Κούρδων, σε αντίθεση με την εθνικιστική γραμμή των κεμαλικών.

Οι διαπραγματεύσεις με το PKK του Αμπντουλάχ Οτζαλάν είχαν φθάσει ένα βήμα πριν την τελική συμφωνία ειρήνευσης, όταν η συριακή κρίση και η ενδυνάμωση του αδελφού κόμματος του PKK στη βόρεια Συρία, PYD, οδήγησε Άγκυρα και Κούρδους σε νέα αιματηρή αντιπαράθεση, από τον Ιούλιο του 2015 μέχρι σήμερα.

Οι Κούρδοι κατηγορούν ακόμη την Τουρκία ότι έκλεινε τα μάτια ή και ενίσχυε άμεσα το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, προκειμένου να διευκολύνει την πτώση του Άσαντ, με τους τζιχαντιστές στη συνέχεια να στρέφονται και κατά των Κούρδων της βόρειας Συρίας.

Η σκληρή γραμμή Ερντογάν έναντι του PKK τους τελευταίους μήνες ενίσχυσε το προφίλ του AKP στους Τούρκους εθνικιστές ψηφοφόρους, που παραδοσιακά στηρίζουν το ακροδεξιό MHP, ωστόσο, εάν η σύγκρουση παραταθεί στο διηνεκές, θα μπορούσε να γυρίσει μπούμερανγκ στον Τούρκο πρόεδρο.

Νικητής και «σουλτάνος» ή όμηρος αλλεπάλληλων διαψεύσεων;

Η εξέγερση της Ταξίμ, στην οποία συνυπήρξαν κοσμικοί δημοκράτες, καθώς και ισλαμιστές οπαδοί του Γκιουλέν που ήθελαν απλώς την προσωπική εκπαραθύρωση του Ερντογάν για να κυριαρχήσουν στο ισλαμοσυντηρητικό στρατόπεδο, δεν κόστισε ούτε την προεδρία στον ισλαμιστή ηγέτη, ούτε την εξουσία στο AKP.

Οι τρεις στόχοι, ωστόσο, τους οποίους είχε θέσει τα τελευταία χρόνια και οι οποίοι θα δικαίωναν τις ηγεμονικές φιλοδοξίες του μοιάζουν πλέον ανέφικτοι.

Η μεταφορά εξουσιών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δύσκολα θα λάβει την αναγκαία κοινοβουλευτική στήριξη, ώστε στη συνέχεια να τεθεί στην κρίση του τουρκικού λαού.

Η πολιτική ηγεμονία για τα αδελφά του AKP ισλαμοσυντηρητικά κόμματα στον αραβικό κόσμο φαντάζει πια άπιαστο όνειρο, ενώ είτε ο Άσαντ αποχωρήσει, είτε παραμείνει πρόεδρος της Συρίας, το σίγουρο είναι ότι Ρωσία, Ιράν, Σαουδική Αραβία και άλλες μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις θα έχουν μεγαλύτερη επιρροή στη μεταπολεμική Δαμασκό σε σχέση με την Τουρκία.

Το κουρδικό διέρχεται μία από τις χειρότερες για την Άγκυρα φάσεις του και, πλέον, με ένα ντε φάκτο αυτόνομο Κουρδιστάν στο Ιράκ και ένα αντίστοιχο στη βόρεια Συρία, η σύγκρουση στη νοτιοανατολική Τουρκία με το PKK έχει προοπτικές μακροχρόνιας πληγής για το τουρκικό κράτος.

Η παραμονή του Ερντογάν σε μια προεδρία χωρίς αρμοδιότητες θα μπορούσε  επίσης να «ανοίξει την όρεξη» είτε στον Αχμέτ Νταβούτογλου, είτε σε άλλα στελέχη του AKP, να αμφισβητήσουν μεσοπρόθεσμα την πρωτοκαθεδρία του, μετατρέποντάς τον σε ανώδυνη, πατρική φιγούρα, χωρίς δυνατότητα άμεσης επέμβασης στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο, στην πρόσφατη συνδιάσκεψη του AKP, ο Ερντογάν επέβαλε μια νέα Εκτελεστική Επιτροπή απόλυτα ελεγχόμενη από τον ίδιο, «αποκεφαλίζοντας» κομματικά όλους τους παλιούς «βαρόνους» και μην επιτρέποντας ούτε καν στον Νταβούτογλου (πρόεδρο του κόμματος) να τοποθετήσει δικούς του συνεργάτες. Τη θέση τους στην Ε.Ε. έχασαν τόσο ο Μπουλέντ Αρίντς, όσο και ο Αλί Μπαμπατζάν, ο Μεχμέτ Σιμσέκ, ο Μπεσίρ Ατελάι και ο Σαντουλάχ Εργκίν.

Σε συνδυασμό με την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, οι οποίοι, στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν, έδιναν τεράστια πολιτική δυναμική στο AKP, γίνεται φανερό ότι η νίκη του Τούρκου προέδρου στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου είναι ηχηρότατη, σε καμία όμως περίπτωση δεν είναι απόλυτη και δεν είναι καθόλου απίθανο στο εγγύς μέλλον να αποδειχθεί πύρρειος.