Skip to main content

Και οι Γερμανοί τρελάθηκαν;

Ανάλυση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Η Άγκελα Μέρκελ ανακοινώνει ότι αποχωρεί από την ηγεσία του CDU την ώρα που ο δείκτης απασχόλησης στη Γερμανία καταγράφει νέο επίπεδο ρεκόρ, το οποίο συνδυάζεται με ρυθμό αύξησης των μισθών πάνω από τον ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού, μέσα σε συνθήκες μειωμένου κόστους δανεισμού.

Είναι προφανές ότι, στην περίπτωση της Γερμανίας, δεν είναι η πορεία της οικονομίας καταλυτική για τις εξελίξεις. Ενδεχομένως, επειδή η επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα, καλώς ή κακώς, θεωρείται δεδομένη.

Η πίεση στο χριστιανοδημοκρατικό CDU ασκείται κατά βάση από τα δεξιά, όπως αποτυπώνεται στην ενίσχυση του ακροδεξιού AfD, το οποίο σε δημοσκοπήσεις ξεπερνά πλέον και το σοσιαλδημοκρατικό SPD, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας.

Το AfD έχει δύο πηγές πολιτικής προέλευσης.

Η πρώτη αφορά την εναντίωση μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας στα δάνεια προς τον ευρωπαϊκό Νότο και δη τη χρεοκοπημένη Ελλάδα. Ιδίως περίοδοι όπως το ιστορικό εξάμηνο Τσίπρα και Βαρουφάκη, που αποτέλεσε προς στιγμή τη μετουσίωση του συνθήματος «Go back Madame Merkel», ήταν βούτυρο στο ψωμί των Γερμανών λαϊκιστών, ενισχύοντας στερεότυπα για «τεμπέληδες και σπάταλους Έλληνες που ζητούν και τα ρέστα».  

Η δεύτερη αφορά το μεταναστευτικό. Είναι πλέον εμφανής η επίπτωση στα εκλογικά ποσοστά του CDU από την επιλογή της καγκελαρίου να υποδεχθεί με θέρμη ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες που μετακινούνταν από τη Μέση Ανατολή -πρακτικά μέσω της πολιτικής «ανοιχτών θυρών» στα ελληνικά σύνορα- προς την κεντρική και βόρεια Ευρώπη.

Το εντυπωσιακό είναι ότι και τα δύο στοιχεία που κορύφωσαν τις εσωτερικές αντιδράσεις στο πρόσωπο της Άγκελα Μέρκελ συνδέονται τουλάχιστον σε επίπεδο συμβολισμού με την Ελλάδα και σε μεγάλο βαθμό με τη διακυβέρνηση Τσίπρα. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν αν οι επιλογές της, στην κρίση του ευρώ και στην κρίση της μετανάστευσης, της απέφεραν περισσότερα οφέλη παρά ζημίες.

Για την ώρα, η αποδόμηση της γερμανικής πολιτικής όπως τη γνωρίζουμε έως σήμερα δεν είναι μια προδιαγεγραμμένη εξέλιξη, παρ’ όλες τις τελευταίες εξελίξεις. Η Γερμανία είναι μια χώρα που αρέσκεται στη σταθερότητα και το γερμανικό σύστημα τηρεί τον κανόνα της συνέχειας σε κεντρικές πολιτικές, τις οποίες βεβαίως προσαρμόζει ανάλογα με τα μηνύματα των ψηφοφόρων.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σε ό,τι αφορά τα θέματα που άπτονται των ελληνικών συμφερόντων, οι όποιες αλλαγές αναμένονται το πιθανότερο προς την κατεύθυνση μιας πιο σκληρής στάσης, η οποία θα διασκεδάζει τις εντυπώσεις στη συντηρητική, με τον τρόπο της ενίοτε αγανακτισμένη, γερμανική κοινή γνώμη.

Το μείζον ωστόσο είναι η λεγόμενη αντισυστημική λογική που διέπει πλέον ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ψηφοφόρων στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις ακόμη αδυνατούν να απαντήσουν αποτελεσματικά στα φαινόμενα που γεννά η επέλαση λαϊκιστών οι οποίοι δημαγωγούν στο όνομα -κατά τα άλλα- υπαρκτών προκλήσεων για την Ευρώπη και ευρύτερα για τη Δύση, εν μέσω τεκτονικών αλλαγών που επιφέρουν η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση, ιδίως όταν αυτές συνδυάζονται με γεωπολιτικές κρίσεις σε παραδοσιακά ασταθείς περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή.

Το αποτέλεσμα; Η ανεργία στη Βαυαρία μετά βίας ξεπερνά το 2,5%, ο Χορστ Ζεεχόφερ καταγράφει αρνητικό ρεκόρ για τους Χριστιανοκοινωνιστές, και οι αναλυτές προσπαθούν να κατανοήσουν τις διεργασίες που είναι σε εξέλιξη στην ευημερούσα πλην ανήσυχη γερμανική κοινωνία.