Skip to main content

Ο Μικ Τζάγκερ γιορτάζει τα γενέθλιά του – «Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς» 80 ετών

Ο Μάικλ Φίλιπ “Μικ” Τζάγκερ γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1943, στο Ντάρτφορντ της νοτιοανατολικής Αγγλίας, στους κόλπους μιας μεσοαστικής οικογένειας.

Ο Μικ Τζάγκερ γιορτάζει σήμερα τα 80ά του γενέθλια και  εκατομμύρια θαυμαστές εξακολουθούν να τον θαυμάζουν  ως πηγή της νιότης.  Ο Τζάγκερ έγινε ο βασικός σταρ της ροκ ως ο τραγουδιστής των Rolling Stones.  Γιατί ο Τζάγκερ και οι  Stones είναι μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς.

Την ώρα που ο Έλβις Πρίσλεϊ γύριζε αστείες κωμωδίες και ερμήνευε τραγούδια αγάπης στη δεκαετία του 60 στο Χόλυγουντ, «περιστρέφοντας τους γοφούς του», ο Τζάγκερ και οι  Stones άναβαν φωτιές. Περιπλανιόντουσαν στις αίθουσες συναυλιών, σπέρνοντας τους σπόρους του ροκ εντ ρολ και θερίζοντας τη συγκομιδή. «Οι Stones ήθελαν πραγματικά να είναι το καλύτερο μπλουζ συγκρότημα στην Αγγλία, όπως γράφει ο  Κιθ Ρίτσαρντς στη βιογραφία του «Life», αλλά ξεπέρασαν τους πάντες.

Η επιτυχία στην Αγγλία έδωσε τη δυνατότητα στους Rolling Stones να φτάσουν στην Αμερική. Με τον Τζάγκερ ως frontman, οι Rolling Stones έγιναν παγκόσμιοι αστέρες. Γεννημένος κοντά στο Λονδίνο στις 26 Ιουλίου 1943, δεν είχε ποτέ την κακοποιημένη «γοητεία» του, Κιθ Ρίτσαρντς, αλλά είχε τη φωνή και τη σκηνική παρουσία για να τραγουδήσει τις απαραίτητες γραμμές στα riff του.

Πατέρας οκτώ παιδιών, ο Μικ Τζάγκερ αρνήθηκε μέχρι τώρα να γράψει μια βιογραφία, οπότε η όψη του για τη ζωή του θα παραμείνει μυστική.

Ο Μάικλ Φίλιπ “Μικ” Τζάγκερ γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1943, στο Ντάρτφορντ της νοτιοανατολικής Αγγλίας, στους κόλπους μιας μεσοαστικής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και η μητέρα του κομμώτρια. Ο Μικ προοριζόταν για εκπαιδευτικός από την οικογένειά του, αλλά η αγάπη του για τα μπλουζ και τη μουσική εν γένει υπερίσχυσε της πατρικής επιθυμίας. Ξεκίνησε πάντως να σπουδάζει στη φημισμένη London School of Economics, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για χάρη της μουσικής, όταν το 1961 σχηματίστηκαν οι Rolling Stones.

Σε σχέση με τους κομψευόμενους τραγουδιστές των αρχών της δεκαετίας του ’60, ο Τζάγκερ είχε μία εμφάνιση ακαλαίσθητη (εκκεντρική πόζα, υπερμεγέθη σαρκώδη χείλη, κοκαλιάρικο σώμα), την οποία όμως χειρίστηκε με μεγάλη επιδεξιότητα, μετατρέποντάς τη από μειονέκτημα σε όπλο του. Έφτασε μάλιστα να αλλοιώσει ακόμη και την προφορά του και στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 μετακινήθηκε από την καθωσπρέπει εμφάνιση σε μια πιο «αλήτικη» και περιθωριακή στάση, αντάξια ενός ιδιόρρυθμου ροκ.

Η προκλητικότητα του Τζάγκερ, την οποία λάτρευαν τα παιδιά και μισούσαν οι γονείς, δεν περιοριζόταν στη δημόσια εικόνα του. Επεκτεινόταν και στους στίχους τραγουδιών, όπως τα «(Ι Can’t Get No) Satisfaction» και «Street Fighting Man», που άγγιζαν θέματα τα οποία μέχρι τότε αποτελούσαν ταμπού, όπως το σεξ, η αμφισβήτηση της θρησκείας και η μηδενιστική θεώρηση της ζωής. Οι προκλήσεις του Τζάγκερ ενισχύονταν μουσικά από τον Κιθ Ρίτσαρντς (με τα περίφημα ριφ του), αλλά και από τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ (Μπιλ Γουάιμαν, Τσάρλι Γουότς, Μπράιαν Τζόουνς, Ρον Γουντ και Μικ Τέιλορ).

Με τη δεκαετία του ’60 να πλησιάζει στο τέλος της, οι καταστάσεις που αποτυπώνονταν στους στίχους του Τζάγκερ άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά στην πραγματική του ζωή. Οι πράξεις προσβολής της δημόσιας αιδούς, η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, καθώς και οι αναπόφευκτες προστριβές με το νόμο χαρακτήριζαν τον ροκ τρόπο ζωής των λεγόμενων «swinging 60s» και καθρέφτιζαν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνταν στην αγγλική κοινωνία.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν άλλαξαν για τον Τζάγκερ και κατά την επόμενη δεκαετία. Ένας διαλυμένος γάμος, βραχύβιες ερωτικές σχέσεις με διάσημες γυναίκες, σπάταλη ζωή και απόσυρση σε εξωτικά μέρη του κόσμου ήταν καταστάσεις όχι άγνωστες στην αφρόκρεμα των ροκ μουσικών της εποχής, που είδαν τους εαυτούς τους να μετατρέπονται από πένητες σε εκατομμυριούχους μέσα σε ελάχιστα χρόνια.

Παρά τα πολλά προβλήματα που χαρακτήρισαν τη δεκαετία του ’80, ο Τζάγκερ υπήρξε ο κύριος υπεύθυνος για την καλλιτεχνική ανάκαμψη των Rolling Stones, η οποία ξεκίνησε το 1989 με το άλμπουμ «Steel Wheels» και επιβεβαιώθηκε με το «Voodoo Lounge» του 1994.

Οι προσωπικές φιλοδοξίες του Τζάγκερ, εκτός του συγκροτήματος, στράφηκαν αρχικά στο χώρο της υποκριτικής, με δύο σημαντικούς ρόλους το 1970, του Νεντ Κέλι, του «Ρομπέν των Δασών» της Αυστραλίας, στη βιογραφική ταινία του Τόνι Ρίτσαρντσον «Ned Kelly» κι ενός παρακμιακού ροκ και γκάνγκστερ στη σινεφίλ ταινία του Νίκολας Ρεγκ «Παράστασις» («Performance»).


Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια από το πρώτο άλμπουμ των Rolling Stones για να αποφασίσει να κυκλοφορήσει μία δική του δουλειά ως σόλο καλλιτέχνης. Ήταν ο δίσκος «She’s The Boss» (1984) με συμπαραγωγούς τους Νάιλ Ρότζερς και Μπιλ Λάσγουελ και συμμετοχή των Τζεφ Μπεκ, Πιτ Τάουνσεντ και Χέρμπι Χάνκοκ. Μετά την επόμενη σόλο δουλειά του, το «Primitive Cool» (1987), αποφάσισε την επανασύνδεση των Rolling Stones για ζωντανές εμφανίσεις. Ήταν μία επιλογή επιτυχημένη εμπορικά, αλλά και καλλιτεχνικά, που όμως αναμενόμενα λειτούργησε σε βάρος της προσωπικής του παραγωγής. Έκτοτε έχει κυκλοφορήσει μόνο δύο σόλο άλμπουμ, τα «Wandering Spirit» (1992) και «Goddess In The Doorway» (2001).

Από τις πολυάριθμες συνεισφορές και συμμετοχές του σε ηχογραφήσεις άλλων καλλιτεχνών, αξίζει να επισημανθούν οι συνεργασίες του με τον Λίον Ράσελ (το 1970 στο πρώτο άλμπουμ του), με την Κάρλι Σάιμον (στο «No Secrets» του 1972), με την Τίνα Τάρνερ (κοινή εμφάνιση το 1985 στο «Live Aid»), με τους Living Colour (στο «Vivid» του 1988), με τον Ντέιβιντ Μπόουι (το 1993 στη διασκευή του τραγουδιού «Dancin’ In The Street» των Martha And The Vandellas), με τον αδελφό του Κρις Τζάγκερ (στο «Rock The Zydeco» του 1995) και τον Ντέιβ Στιούαρτ (στο «Greetings From The Gutter» του 1995).

Από τους δύο γάμους του με τις ηθοποιούς Μπιάνκα Τζάγκερ (1971-1978) και Τζέρι Χολ (1990-1999), καθώς και από τις αμέτρητες σχέσεις του, έχει αποκτήσει 8 παιδιά. Πολιτικά είναι οπαδός του Συντηρητικού Κόμματος και στο φλέγον θέμα του Brexit η θέση του παρέμεινε ασαφής. Με περιουσία που αγγίζει τα 275 εκατομμύρια λίρες, ο Μικ Τζάγκερ βρίσκεται στην 5η θέση του καταλόγου με τους πλουσιότερους βρετανούς μουσικούς για το 2019.