Skip to main content

Ένας για όλους, και όλοι για το Γαλλικό Σινεμά

Οι «Τρεις σωματοφύλακες» είναι ένα μεγάλο κερδισμένο στοίχημα για τη Γαλλική Κινηματογραφία.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Αλέξανδρος Δουμάς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή: Έγραφε και ξόδευε με την ίδια μεγαλοπρέπεια, και όλα αυτά την περίοδο που οι εφημερίδες ανακάλυπταν πως μπορούσαν να κρατούν ένα σταθερό αγοραστικό κοινό με τη δημοσίευση διηγημάτων σε συνέχειες.

Κάπως έτσι ο Δουμάς δημοσίευσε εντέλει γύρω στα 650 μυθιστορήματα και μαζί, έναν τεράστιο όγκο από θεατρικά έργα, ταξιδιωτικά βιβλία, απομνημονεύματα, ιστορίες, καθώς και ένα πλήθος “περιστασιακών” συγγραμμάτων. Πολλοί «κλασσικοί» θα μείνουν στα ράφια με τα χρόνια που φεύγουν, το ξέρουμε, το έχουμε αισθανθεί. Τα έργα του Δουμά πάλι, όχι. Και μη νομίζετε πως οι λόγοι είναι ιστορικοί: Ο Δουμάς σαφώς και στηρίζεται σε ιστορικά γεγονότα, τα παραλλάσει όμως, φέρνοντας τα στα μέτρα του και στα μέτρα των ηρώων του, ζωντανεύοντας ουσιαστικά – και συνειδητά – την καρικατούρα μιας εποχής, με τα ήθη της, τα έθιμά της, τους ηρωισμούς και τους κινδύνους της. Ο Άθως, ο Πόρθος, ο Άραμης κι ο ντ’ Αρτανιάν λοιπόν συγκίνησαν και θα συγκινούν πάντα όσους διαβάζουν την ιστορία τους.

Και όσους επίσης βλέπουν τις ταινίες τους. Γυρίστηκαν τόσες πολλές, από την εποχή του βωβού ακόμα, που δεν ξέρω αν υπάρχει καν λόγος να τις αναφέρουμε – εκτός ίσως από μία πολύ διασκεδαστική μεταφορά, αυτή του Ρίτσαρντ Λέστερ το 1973, με τους Όλιβερ Ριντ, Ρίτσαρντ Τσάμπερλέιν, Μάικλ Γιορκ και Ζαν Πιερ Κασέλ. Όχι τυχαία θα πω εγώ, ο γιος του τελευταίου, ο Βενσάν Κασέλ δηλαδή, ενσαρκώνει τον Άθω στο νέο αυτό φιλμ που ονομάζεται απλά: «Οι τρεις σωματοφύλακες», αποτελεί το μεγάλο στοίχημα της Γαλλικής κινηματογραφίας και μάλιστα το ακολουθεί και ένα sequel, ήδη έτοιμο, που θα βγει στα σινεμά τον Δεκέμβριο που μας έρχεται. Και είναι ήδη ένα στοίχημα κερδισμένο: Η παραγωγή δεν κρύβει τον πλούτο της, αλλά ποτέ δεν σε «πετάει έξω» από το δράμα καθώς όλα εδώ μοιάζουν εξόχως ισορροπημένα, με την ταινία να κοντοστέκεται ανάμεσα στο παραδοσιακό και στο μοντέρνο δίχως ποτέ να χάνει τον βηματισμό της. Και αυτό είναι εντυπωσιακό για έναν σκηνοθέτη σαν τον Μαρτέν Μπουρμπουλόν που μέχρι τώρα είχε δώσει ελάχιστα πειστικά δείγματα γραφής.

Αυτό εδώ λοιπόν είναι ένα γαλλικό blockbuster που όμως γίνεται με τους δικούς τους όρους, όχι αυτούς των χολιγουντιανών στούντιο – ή αν προτιμάτε, όχι τουλάχιστον σε επίπεδο γραφής, αν και είμαι σίγουρος πως οι περισσότεροι Γάλλοι σκηνοθέτες εκεί έξω θα προτιμούσαν να παιχτούν μαζί οι δυο ταινίες, σε μία επική, τετράωρη εκδοχή. Αλλά έχουμε πει, στο marketing τα καταφέρνουν καλύτερα οι Αμερικανοί, στο σινεμά, όχι πάντα. Κι ενώ το χιούμορ, είτε φινετσάτο, είτε χοντροκομμένο, βρίσκει πάντα το στόχο του, το φιλμ του Μπουρμπουλόν δείχνει να ενδιαφέρεται λιγότερο για το εύθυμο της υπόθεσης (όπως συνέβαινε με τις προηγούμενες γνωστές μεταφορές του μυθιστορήματος) και περισσότερο για το περιπετειώδες κομμάτι της: Οι δυο ώρες περνούν «νεράκι», οι ξιφασκικές μονομαχίες κινηματογραφούνται σε εντυπωσιακά μονοπλάνα, οι δολοπλοκίες «αλατίζουν» τα τεκταινόμενα, και στο τέλος θέλεις αμέσως να δεις τη συνέχεια.