Skip to main content

Διχασμένες πατρίδες, ραγισμένες φιλίες

Το αριστούργημα του Μάρτιν ΜακΝτόνα «Τα Πνεύματα του Ίνισεριν» πρωταγωνιστεί.

Κρατώντας το γλυκόπικρο χιούμορ που γνωρίσαμε στο «Αποστολή στη Μπριζ», το σπουδαίο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα αγκαζάρει για άλλη μια φορά τους Κόλιν Φάρελ (στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του) και Μπρένταν Γκλίσον στα «Πνεύματα του Ίνισεριν» που, ας το δηλώσουμε εξ’ αρχής, είναι δίχως αμφιβολία η καλύτερη ταινία του, και το δεύτερο μεγάλο αριστούργημα του 2023 μετά το «Tar» του Τοντ Φιλντ.

Ένα κωμικοτραγικό φιλμ, ανοιχτό σε κάθε φιλοσοφική, θρησκευτική και ψυχολογική ερμηνεία, που ενώ δεν αρθρώνει ποτέ μια υπαρξιακή άποψη, μοιάζει να υπογραμμίζει, μέσα από ένα ασύλληπτα καυστικό χιούμορ, τη μάταιη αναμονή για κάτι το διαφορετικό, το εναγώνιο άγχος που δεν βρίσκει πουθενά διέξοδο. Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί της Ιρλανδίας, στα 1923, λίγο πριν την εκπνοή του Ιρλανδικού εμφυλίου, όταν η μακρά φιλία δυο αντρών φτάνει αιφνιδίως στο τέλος της. «Δε θέλω να σου μιλάω πια» λέει ο Γκλίσον. «Δεν κερδίζω τίποτα από τη συναναστροφή μαζί σου». Και ο μικρόκοσμος του νησιού παρατηρεί καθώς το «μικρό» αυτό συμβάν φέρνει μια χιονοστιβάδα εξελίξεων. Μεγάλη η δουλειά στο σενάριο, θα χρειαζόμασταν δεκαπλάσιο χώρο για να την αναλύσουμε.

Εξίσου συγκλονιστικό όμως είναι και το ντοκιμαντέρ «Το ομορφότερο αγόρι του κόσμου» – και αν είστε αφοσιωμένος κινηματογραφόφιλος, το θέμα θα σας εξιτάρει καθώς, πενήντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας «Θάνατος στη Βενετία», ο Μπιορν Άντρεσεν, ο πρώην έφηβος σταρ που ενσάρκωσε τον θρυλικό Τάτζιο στο αριστούργημα του Βισκόντι, ξετυλίγει την προσωπική του ιστορία, και η ταινία ζωγραφίζει ένα παράξενο, θεαματικά γοητευτικό πορτραίτο, γεμάτο τραγωδίες, μικρές και μεγάλες, με τη στωικότητα του 66χρονου πλέον Άντρεσεν να προσδίδει στα γεγονότα αυτά μια ιδιότυπη, αποστασιοποιημένη μελαγχολία: Η αυτοκτονία της μητέρας του. Ο εθισμός του στα ναρκωτικά. Το παιδί που έχασε. Ένας άνθρωπος που μοιάζει να γεννήθηκε για να πονά.

Οι «Γυναικείες κουβέντες» βασίζονται στο ομώνυμο βιβλίο της Μίριαμ Τόους – η οποία στηρίχθηκε, με τη σειρά της, σε μια αληθινή ιστορία μαζικής κακοποίησης γυναικών που έλαβε χώρα σε μεννονιτική κοινότητα στη Βολιβία. Οι γυναίκες εκεί ναρκώθηκαν και βιάστηκαν επανειλημμένως, όμως οι καταγγελίες τους απορρίφθηκαν από του άνδρες της κοινότητας ως αποκυήματα φαντασίας – μέχρι που η αλήθεια αποκαλύπτεται. Και οι γυναίκες της θρησκευτικής αποικίας βρίσκονται ανάμεσα σε δύο επιλογές: να μείνουν και να πολεμήσουν ή να εγκαταλείψουν τον τόπο – άρα και τη μετά θάνατον ζωή στον Παράδεισο. Το θέμα είναι τρομερά ενδιαφέρον, και το καστ (Φράνσις Μακ Ντόρμαντ, Ρούνει Μάρα, Σίλα ΜακΚάρθι) εκπληκτικό. Όταν όμως αυτές οι, υποτίθεται εντελώς αγράμματες γυναίκες (δεν ξέρουν καν να διαβάζουν) αρχίζουν να αναλύουν τις σκέψεις τους με την πολυπλοκότητα – και τη φλυαρία – ενός καθηγητή πανεπιστημίου, οι χαρακτήρες πάνε περίπατο σε μια ταινία σχεδόν αντι-κινηματογραφική στην ανάπτυξη της, που μοιάζει να ενδιαφέρεται μόνο για το «μήνυμα» της που εδώ καταντά αυτοσκοπός: Η Σάρα Πόλεϊ ξέχασε πως κάνει σινεμά.  Από την άλλη μεριά, δύσκολα αγνοεί κανείς την μπαναλιτέ του «Μικρή μου Σολάνζ», ένα οικογενειακό δραματάκι όπου μια έφηβη προσπαθεί να διαχειριστεί το διαζύγιο των γονιών της – και αφόρητη μουσική υπόκρουση δε βοηθά. Όμως, η μικρή Τζέιντ Σπρίνγκερ προσεγγίζει τον ρόλο της μετωπικά, και η ειλικρίνεια της σε πείθει να παραβλέψεις τα ελαττώματα αυτού του μικρού φιλμ… μέχρι που η μουσική σε επαναφέρει στην πραγματικότητα.