Skip to main content

Τα 14 τρισ. δολ. σε μέτρα στήριξης εκτίναξαν το παγκόσμιο χρέος

Από την έντυπη έκδοση

Της Έφης Τριήρη
[email protected]

Με τεχνητή υποστήριξη επιβιώνει πλέον η παγκόσμια οικονομία, η οποία εξακολουθεί να δοκιμάζεται τα μέγιστα, όπως έδειξαν τα ζοφερά στατιστικά στοιχεία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) να καλεί εκ νέου τις χώρες να συνεχίσουν τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης έως ότου σταθεροποιηθεί η ανάκαμψη.

Στην έκθεσή του «Fiscal Monitor», το ΔΝΤ υπολογίζει στα 14 τρισ. δολάρια τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης στα οποία έχουν μέχρι τώρα προβεί οι κυβερνήσεις για να αντιμετωπίσουν την κρίση της πανδημίας, τα οποία όμως με τη σειρά τους εκτίναξαν το παγκόσμιο χρέος στο 98% του παγκόσμιου ΑΕΠ στα τέλη του 2020 από 84% που ήταν πριν από την πανδημία.

Παράλληλα, τα δημοσιονομικά ελλείμματα ως αναλογία του ΑΕΠ ανήλθαν πέρυσι στο 13,3% για τις ανεπτυγμένες οικονομίες, στο 10,3% για τις αναδυόμενες και στο 5,7% για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος. Στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης συμπεριλαμβάνονται πρόσθετες άμεσες δαπάνες 7,8 τρισ. δολαρίων και εγγυήσεις, δάνεια και ενέσεις κεφαλαίου ύψους 6 τρισ. δολαρίων.

Το ποσό είναι αυξημένο κατά 2,2 τρισ. δολάρια σε σχέση με την προηγούμενη δημοσιονομική έκθεση του ταμείου τον Οκτώβριο. «Η παγκόσμια συνεργασία σε επίπεδο παραγωγής και διανομής θεραπειών και εμβολίων σε όλες τις χώρες με χαμηλό κόστος είναι ζωτικής σημασίας. Ο εμβολιασμός είναι ένα παγκόσμιο δημόσιο αγαθό που σώζει ζωές και ταυτόχρονα θα διασώσει και χρήματα των φορολογουμένων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Όσο πιο γρήγορα τελειώσει η πανδημία, τόσο πιο γρήγορα οι οικονομίες θα επιστρέψουν στην ομαλότητα και θα χρειάζονται λιγότερα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης» αναφέρεται στην έκθεση του ΔΝΤ.

Αγορές ομολόγων από κεντρικές τράπεζες

Ωστόσο, τα μαζικά προγράμματα αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, τη Φέντεραλ Ριζέρβ και άλλες κορυφαίες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη θα προστατεύσουν τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις των περισσότερων ανεπτυγμένων οικονομιών φέτος, σύμφωνα με τον οίκο S&P, σε αντίθεση με τις φτωχότερες χώρες που δεν θα είναι και τόσο τυχερές.

Η κρίση του κορονοϊού θα ανεβάσει την αναλογία χρέους/ΑΕΠ των χωρών του G7 κατά 23% έως τα τέλη του 2021 συγκριτικά με το 2019, χωρίς να πυροδοτήσει υποβαθμίσεις στις πιστοληπτικές αξιολογήσεις, που αποτελούν μέτρο δημοσιονομικής ευρωστίας μίας χώρας, σύμφωνα με τον S&P.

Δεν θα ισχύσει το ίδιο όμως με τις αναδυόμενες, καθότι 16 έχουν ήδη αρνητικές προοπτικές, γεγονός που σηματοδοτεί ότι επίκειται υποβάθμιση.

ΗΠΑ: Η μεγαλύτερη συρρίκνωση σε 74 χρόνια

Τα νέα στοιχεία για την αμερικανική οικονομία πιστοποιούν τη δραματική κατάσταση που έχει περιέλθει ολόκληρος ο πλανήτης, από τη στιγμή που η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο παρουσίασε πέρυσι τη χειρότερη επίδοση σε διάρκεια 74 ετών.

Παρά το γεγονός ότι το 2020 είχε ένα δυνατό φινάλε με ανάπτυξη 4% στο τέταρτο τρίμηνο, το ΑΕΠ ολόκληρου του έτους συρρικνώθηκε 3,5% στη μεγαλύτερη πτώση από το 1946, καθώς η πανδημία ακύρωσε τις καταναλωτικές δαπάνες και τις επιχειρηματικές επενδύσεις, οδηγώντας εκατομμύρια Αμερικανούς στην ανεργία και στη φτώχεια.

Είχε προηγηθεί το 2019 ανάπτυξη 2,2% που σηματοδότησε την πρώτη ετήσια πτώση του ΑΕΠ από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του 2007/08. Όλοι οι κλάδοι, με εξαίρεση τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες της κυβέρνησης και την αγορά στέγης, γνώρισαν συρρίκνωση. Η πτώση 3,9% των καταναλωτικών δαπανών ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία των ΗΠΑ από το 1932.

Ο κλάδος υπηρεσιών υπέστη το πιο βαρύ χτύπημα, επηρεάζοντας δυσανάλογα τους χαμηλόμισθους, που είθισται να είναι γυναίκες και μειονότητες. Η αυξανόμενη φτώχεια είναι απόρροια της εξασθένησης της αγοράς εργασίας: τα τελευταία στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Εργασίας έδειξαν ότι οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας διαμορφώθηκαν στις 847.000 την εβδομάδα που έληξε στις 23 Ιανουαρίου.

Ενώ πρόκειται για αριθμό μειωμένο κατά 67.000 από την αμέσως προηγούμενη εβδομάδα, οι αιτήσεις παραμένουν πάνω από το ζενίθ των 665.000 που είχαν φθάσει κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/08. Η αμερικανική οικονομία άλλωστε απώλεσε θέσεις εργασίας τον Δεκέμβριο για πρώτη φορά έπειτα από οκτώ μήνες.

Μόνο 12,4 εκατ. από τα 22,2 εκατ. θέσεις εργασίας που χάθηκαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020 έχουν επανέλθει, ενώ περίπου 18,3 εκατ. Αμερικανοί έλαβαν επίδομα ανεργίας στις αρχές του 2021.

Τα lockdowns φρέναραν την ανάπτυξη στην Ευρώπη

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το οικονομικό κλίμα επιδεινώθηκε τον Ιανουάριο, καθώς τα συνεχιζόμενα πιο αυστηρά lockdowns έπληξαν ακόμη περισσότερο καταναλωτές, υπηρεσίες και λιανεμπόριο, παρά τη βελτίωση του κλίματος στις επιχειρήσεις. Με βάση τα στοιχεία της Κομισιόν για τον τρέχοντα μήνα, το οικονομικό κλίμα επιδεινώθηκε στις 91,5 μονάδες από 92,4 του Δεκεμβρίου. Ο επιμέρους δείκτης που παρακολουθεί το κλίμα στις υπηρεσίες, που εκπροσωπούν τα δύο τρίτα του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, υποχώρησε στο -5,9 από -6,8, ενώ το καταναλωτικό κλίμα βούλιαξε στο -15,5 από -13,8. Αντίστοιχη πτώση και στον κλάδο λιανικής, στο -18,9 από -12,9.

Παρ’ όλα αυτά, στη Γερμανία έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι ο πληθωρισμός επέστρεψε σε θετικό έδαφος σημειώνοντας μεγαλύτερη του αναμενομένου άνοδο τον Ιανουάριο, γεγονός που η εθνική στατιστική υπηρεσία αποδίδει στην αύξηση του ΦΠΑ και του κατώτατου μισθού. Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν 1,6% σε ετήσια βάση, μετά την πτώση 0,7% του Δεκεμβρίου. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο από το 1,7% που είχαν αγγίξει πέρυσι τον Φεβρουάριο.

Στη Βρετανία, αντίστοιχα, τα νοικοκυριά μείωσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τις δαπάνες τους με χρεωστικές και πιστωτικές κάρτες, με την αναλογία των εργαζομένων που βρίσκονται σε προγράμματα στήριξης των επιχειρήσεων και πληρώνονται από το κράτος να έχει αυξηθεί στο υψηλότερο επίπεδο από πέρυσι τον Ιούλιο.