Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Έντονες και ανησυχητικές διαστάσεις έχει πάρει στο σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία χρόνια η περιθωριοποίηση ενός εξαιρετικά σημαντικού αριθμού νέων ανθρώπων ηλικίας 20-34 οι οποίοι είναι εκτός αγοράς εργασίας, εκτός εκπαίδευσης και έξω από οποιοδήποτε πρόγραμμα κατάρτισης (Νeither in Employment nor in Education or Training – NEET). Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μέσα στο 2016 καταγράφηκαν σχεδόν 17 εκατομμύρια νέοι ηλικίας 20-34 ετών που δεν ήταν ούτε στην απασχόληση ούτε στην εκπαίδευση και την κατάρτιση. Παράλληλα, ως ιδιαίτερα θετικό στοιχείο η Eurostat καταγράφει τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων ηλικίας 15-19 ετών στην Ε.Ε.-28, οι οποίοι παραμένουν στην εκπαίδευση και την κατάρτιση (είτε στην επίσημη εκπαίδευση είτε στην άτυπη εκπαίδευση και κατάρτιση).
Επισημαίνεται ότι σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα, παρατηρήθηκε μεγάλη διαφοροποίηση στα ποσοστά NEET το 2016 και τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιταλία και την Ελλάδα, όπου το ένα τρίτο περίπου όλων των νέων ηλικίας 20-34 ετών δεν απασχολείται ούτε στην εκπαίδευση και την κατάρτιση (30,7% και 30,5% αντίστοιχα). Για τα άτομα ηλικίας 20-34 ετών, τα χαμηλότερα ποσοστά το 2016 ήταν κάτω από 10,0% στο Λουξεμβούργο, στις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία. Επίσης, υπήρχαν 11 κράτη-μέλη που κατέγραψαν ποσοστά NEET υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-28, δηλαδή 18,3%.
Η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων στην Ε.Ε. και οι κίνδυνοι που εγκυμονεί το ενδεχόμενο περιθωριοποίησής τους μέσα στις κοινωνίες των κρατών-μελών, επισημαίνεται και από τη Eurostat, η οποία στις σχετικές αναφορές της επισημαίνει τις έντονες ανησυχίες των υπευθύνων για τον σχεδιασμό των πολιτικών αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης. Μια σύγκριση μεταξύ Ιταλίας και Σουηδίας -των κρατών μελών της Ε.Ε. με τα υψηλότερα και χαμηλότερα ποσοστά ΝΕΕΤ το 2016 .- αποκαλύπτει ότι το ποσοστό των νέων που ήταν ΝΕΕΤ ήταν σχεδόν τέσσερις φορές υψηλότερο μεταξύ των νέων Ιταλών, όπως μεταξύ των νέων Σουηδών. Η εκτίναξη του ποσοστού των ΝΕΕΤ για τους νέους συνδέεται στενά με τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2008 και τις οικονομικές επιπτώσεις της στο σύνολο των οικονομιών της Ευρώπης. Το ποσοστό των νέων που δεν βρίσκονται ούτε στην απασχόληση ούτε στην εκπαίδευση και την κατάρτιση αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των NEET στην Ε.Ε. των 28 μειώθηκε από 17,6% το 2006 στο σχετικά χαμηλό ποσοστό του 16,5% έως το 2008, αλλά στη συνέχεια μετά την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης αυξήθηκε σε 18,5%. Στη συνέχεια, ο ρυθμός αυξήθηκε με πιο μέτριο ρυθμό έως το 2013, όταν έφτασε το 20,1%, ενώ μειώθηκε σε 18,3% το 2016.
Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος, δηλαδή της παραμονής εκτός εκπαίδευσης, εκτός αγοράς εργασίας και επανακατάρτισης είναι, σύμφωνα με τη Eurostat, διττές: α) σε προσωπικό επίπεδο, τα άτομα αυτά είναι πιθανότερο να αποστασιοποιηθούν και να υποφέρουν από φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό, ενώ β) σε μακροοικονομικό επίπεδο αντιπροσωπεύουν σημαντική απώλεια όσον αφορά την αχρησιμοποίητη παραγωγική ικανότητα ενός τεράστιου αριθμού ανθρώπινου δυναμικού και ένα εξαιρετικά σημαντικό κόστος όσον αφορά τις δαπάνες της κοινωνικής πρόνοιας.
Από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας
Η κρίση του 2008 προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και στις διαδικασίες ένταξης στην αγορά εργασίας. Παραδοσιακά, οι περισσότεροι νέοι άρχιζαν να εργάζονται μόνο αφού είχαν ολοκληρώσει το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης ή κατάρτισης και σπάνια συνδυάζουν την εκπαίδευση με δουλειά. Σύμφωνα με την εκτίμηση των αναλυτών της Eurostat, τα τελευταία χρόνια η μετάβαση έχει γίνει πιο παρατεταμένη και όλο και πιο απρόβλεπτη, καθώς οι νέοι μετακινούνται πιο συχνά σε θέσεις εργασίας και χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εγκατασταθούν στην αγορά εργασίας, είτε με επιλογή είτε με αναγκαιότητα.
Επίσης έχει γίνει όλο και πιο συχνό το φαινόμενο φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εργάζονται με μερική ή εποχιακή εργασία για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους ή νέων που ήδη εργάζονται για να επιδιώξουν την επιστροφή στην εκπαίδευση και την κατάρτιση.
Ως εκ τούτου, η μετάβαση μεταξύ εκπαίδευσης και εργασίας έχει καταστεί λιγότερο σαφής, καθώς όλο και περισσότεροι σπουδαστές εργάζονται και αυξάνεται επίσης το ποσοστό των ατόμων που απασχολούνται στην εργασία (για παράδειγμα, οι μαθητευόμενοι θεωρούνται γενικά εργαζόμενοι και στην επίσημη εκπαίδευση). Το 2016, περίπου το 11,9% των νέων ηλικίας 15-19 ετών στην Ε.Ε. των 28 έκανε χρήση αυτής της πιο ευέλικτης μετάβασης από την εκπαίδευση στην εργασία, ποσοστό που αυξήθηκε στο 17,2% μεταξύ των ατόμων ηλικίας 20-24 ετών.