Skip to main content

Οι τέσσερις εκκρεμότητες στην αγορά των «κόκκινων» δανείων

Από την έντυπη έκδοση

Της Άννας Δόγα
[email protected]

Η νομική κάλυψη των τραπεζικών στελεχών από πράξεις κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και η ένταξη στο άνοιγμα της αγοράς «κόκκινων» δανείων των χορηγήσεων που έχουν εγγύηση του Δημοσίου είναι οι βασικές εκκρεμότητες για την καταβολή της πρώτης δόσης.

Το πιο κρίσιμο σημείο φαίνεται να είναι ότι στη συνέχεια, για την επόμενη δόση, η οποία τοποθετείται μετά το καλοκαίρι, η υλοποίηση των υπόλοιπων προαπαιτούμενων στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί χωρίς παρέκκλιση έως τα τέλη Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για «βαριά» προαπαιτούμενα με ορίζοντα τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο, στα οποία περιλαμβάνονται η τροποποίηση του νόμου Δένδια και του πτωχευτικού και η ίδρυση εξειδικευμένων δικαστηρίων. Όπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, τα νομοθετήματα που καλείται να φέρει η κυβέρνηση χρειάζονται σοβαρή προετοιμασία και θα πρέπει να ικανοποιήσουν τους θεσμούς για να προχωρήσει η καταβολή της επόμενης δόσης.

Είναι ενδεικτικό ότι στο Eurogroup επισημάνθηκαν οι εκκρεμότητες που υπάρχουν επί του πρόσφατα ψηφισθέντος νόμου για τα «κόκκινα» δάνεια, ειδικά αφού διαπιστώνεται ότι η κυβέρνηση σχεδόν σε κάθε βήμα αποκλίνει από τα συμφωνηθέντα, «κάνοντας του κεφαλιού της». Σε αυτό το πρίσμα ο νόμος για την αγορά δανείων που ψηφίστηκε αρχικά στο τέλος του 2015 χρειάστηκε πλήρη αναμόρφωση, ενώ και σε αυτή τη φάση η εξαίρεση που δόθηκε από την πώληση σε δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου ήταν αυθαίρετη. Μάλιστα, δεν είναι οι τράπεζες που ζητούν να περιληφθούν στο άνοιγμα της αγοράς αυτά τα δάνεια, τα οποία εκτιμάται ότι κινούνται μεταξύ 3 και 5 δισ. ευρώ, ανάλογα με το τι θα περιληφθεί σ’ αυτήν την κατηγορία, αλλά οι ίδιοι οι θεσμοί που θέλουν να δοθεί το στίγμα της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς.

Σήμερα θα πραγματοποιηθεί σύσκεψη στο ΓΛΚ για τα δάνεια που θα ενταχθούν στη ρύθμιση. Δευτερεύουσα εκκρεμότητα σχετίζεται με το κόστος εγγραφής των πράξεων στο υποθηκοφυλακείο. Κρίσιμο θέμα για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς δανείων είναι η νομική κάλυψη των αποφάσεων που λαμβάνονται κατά τη διαδικασία αναδιάρθρωσης, ότι δηλαδή «αποφάσεις που ελήφθησαν στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεων από στελέχη των τραπεζών ή κρατικούς λειτουργούς, με καλή πίστη, προς το συμφέρον του πιστωτή και σε συμμόρφωση με τις διαδικασίες που εφαρμόζονται και αντικειμενικά κριτήρια, θεωρούνται νόμιμες όσον αφορά την αστική και ποινική ευθύνη, σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τις ασφαλιστικές δικλίδες του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου.

Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται μπορεί να περιλαμβάνουν πρόσθετες ασφαλιστικές δικλίδες για περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων». Τα άλλα οκτώ προαπαιτούμενα έως το τέλος Σεπτεμβρίου θα βρεθούν στο μικροσκόπιο των θεσμών στην καίρια επόμενη εξέταση των συμφωνηθέντων και η υλοποίησή τους εγκαίρως και με τρόπο που θα καλύπτει τα συμφωνηθέντα, αποτελεί παράγοντα προβληματισμού για την αγορά εξαιτίας και του σφιχτού χρονοδιαγράμματος. 

Θετικές οι τράπεζες στην αξιολόγηση

Θετική ήταν εύλογα η αντίδραση των τραπεζών για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, με προβληματισμό πάντως να διατυπώνεται από τους αστερίσκους που τέθηκαν και κυρίως σε σχέση με τη δυνατότητα της ελληνικής πλευράς να ανταποκριθεί στα συμφωνηθέντα. Παράλληλα, η εφαρμογή των υφεσιακών μέτρων θα πιέσει ακόμη περισσότερο την οικονομική δραστηριότητα, εκτιμούν οι τραπεζίτες, κάτι που λειτουργεί ως αντίβαρο στις καλές εξελίξεις της αξιολόγησης.

Αυτό που επισημαίνεται από τραπεζικές πηγές είναι ότι θα είναι σαφής η βελτίωση της ρευστότητας με την επαναφορά του waiver την ερχόμενη εβδομάδα, ειδικά δε αν συνοδευτεί από μείωση του haircut επί των ελληνικών τίτλων. Επίσης σημαντικό είναι ότι αίρεται η αβεβαιότητα και μπαίνουν οι βάσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σταδιακά.  Υπό αυτές τις συνθήκες θα γίνει δυνατή βήμα βήμα η χαλάρωση των capital controls, αρχής γενομένης από διευκολύνσεις ειδικά στο κομμάτι των εισαγωγών, προκειμένου να στηριχθούν οι επιχειρήσεις, ενώ όσον αφορά στο αίτημα των τραπεζών για απελευθέρωση του νέου χρήματος, εκτιμάται ότι θα χρειαστεί μια άνοδος -έστω μικρή- της καταθετικής βάσης για να ωριμάσει η ιδέα.