Της Νατάσας Στασινού
nstas@naftemporiki
Το πολιτικό μέλλον της Τερέζα Μέι είναι θολό, το ίδιο και συνολικά της χώρας, αφού τρία χρόνια αφότου οι Βρετανοί ψήφισαν υπέρ της εξόδου από την ευρωπαϊκή κοινότητα, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα εάν, πότε και πώς θα φύγουν. Από τη μορφή του Brexit και την συμφωνία για τη μελλοντική σχέση με την Ε.Ε. θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και η πορεία της βρετανικής οικονομίας; Ποια είναι όμως η «κληρονομιά» που έχει αφήσει έως τώρα το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016; Τα σενάρια καταστροφής σίγουρα αποφεύχθηκαν. Η βρετανική οικονομία δεν βυθίστηκε σε ύφεση, όπως ορισμένοι φοβούνταν, ούτε ήρθε αντιμέτωπη με αιμορραγία κεφαλαίων και θέσεων εργασίας. Αντιθέτως η αγορά εργασίας αποδείχθηκε εντυπωσιακά ανθεκτική. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα πάνε καλά:
Τον Μάιο του 2016 λίγο πριν από το δημοψήφισμα ο τότε υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Όζμπορν, προειδοποιούσε: «Μία ψήφος υπερ της εξόδου θα συνιστούσε άμεσο σοκ για την οικονομία. Το σοκ αυτό θα έσπρωχνε την οικονομία σε ύφεση και θα οδηγούσε σε αύξηση του αριθμού των ανέργων κατά περίπου 500.000. Το ΑΕΠ θα ήταν 3,6% μικρότερο, οι πραγματικοί μισθοί χαμηλότεροι, ο πληθωρισμός πιο υψηλός, η στερλίνα πιο αδύναμη, οι τιμές στέγης θα δέχονταν πλήγμα και ο δημόσιος δανεισμός θα ήταν υψηλότερος από ό,τι εάν ψηφίσουμε παραμονή».
Τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Ωστόσο το ΑΕΠ της Βρετανίας αναπτύχθηκε λιγότερο από όσο θα μπορούσε, σε περίπτωση που η κάλπη είχε δείξει «παραμονή», το χρηματοπιστωτικό της κέντρο δέχεται πιέσεις και το νόμισμα έχει υποτιμηθεί αισθητά. Παράλληλα η χώρα δεν είπε ποτέ πραγματικά «αντίο» στη λιτότητα, όπως είχαν υποσχεθεί οι Τόρις, ούτε πέτυχε να αμβλύνει τις εισοδηματικές ανισότητες. Και ενώ βλέπει την παραγωγικότητά της σε απογοητευτικά επίπεδα, πετυχαίνει το «θαύμα» στην αγορά εργασίας, με την απασχόληση και τους μισθούς να ανακάμπτουν δυναμικά.
Ας δούμε όμως αναλυτικά πώς έχει η κατάσταση:
Το ΑΕΠ
Από το τρίτο τρίμηνο του 2016 έως σήμερα η βρετανική οικονομία έχει δει το ΑΕΠ της να μεγεθύνεται 4,8%, την ώρα που το ΑΕΠ της Ευρωζώνης έχει αναπτυχθεί 5,5% και το αμερικανικό είναι πολύ μπροστά με ανάπτυξη 7,3%. Η Τράπεζα της Αγγλίας υπολογίζει ότι το ΑΕΠ είναι περίπου 2% μικρότερο από ό,τι υπολογιζόταν πριν από τρία χρόνια, καθώς η απόφαση της εξόδου στοίχισε 4,7 εκατ. στερλίνες ανά ώρα. Παρόμοιοι οι υπολογισμοί της Goldman Sachs. Σε πρόσφατη έκθεσή της σημείωνε πως η ψήφος υπέρ του Brexit στοίχισε 600 εκατ. στερλίνες εβδομαδιαίως στη βρετανική οικονομία, της οποίας το ΑΕΠ είναι 2,4% μικρότερο σε σχέση με την προ Ιουνίου 2016 δυναμική ανάπτυξης.
Ο «πόνος» για τη βρετανική οικονομία προβλέπεται να έχει συνέχεια, καθώς σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας οι επιχειρηματικές επενδύσεις έχουν επιβραδυνθεί αισθητά και αναμένεται να κατεβάσουν περαιτέρω ταχύτητα μέσα στο έτος. Οι εταιρείες έχουν στη διάθεσή τους ρευστό, αλλά είναι επιφυλακτικές στο να το αξιοποιήσουν όσο δεν γνωρίζουν τι πρόκειται να συμβεί με το Brexit, αλλά και όσο βλέπουν τη ζήτηση από την Κίνα και την υπόλοιπη Ευρώπη να επιβραδύνεται.
Η απασχόληση
Τι και εάν οι επιχειρήσεις είναι επιφυλακτικές, τι και εάν μεγάλες επενδυτικές τράπεζες του Σίτι μεταφέρουν μέρος των δραστηριοτήτων τους στη Φραγκφούρτη, το Άμστερνταμ, το Δουβλίνο, το Παρίσι και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι καλύτερη από ποτέ. Το ποσοστό της ανεργίας το πρώτο τρίμηνο του έτους υποχώρησε στο 3,8%, τα χαμηλότερα επίπεδα από τα τέλη του 1974. Βρίσκεται δε σε διαρκή πτώση εδώ και πέντε χρόνια. Οι απασχολούμενοι ηλικίας άνω των 16 ετών στη χώρα είναι 32,70 εκατομμύρια, αυξημένοι κατά 354.000 σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα και οι μέσες εβδομαδιαίες απολαβές (εξαιρουμένων των μπόνους) αυξήθηκαν τους πρώτους μήνες του έτους κατά 3,3%.
Αναλυτές σχολίαζαν στο BBC πως τα δεδομένα αυτά αποκαλύπτουν μία απροσδόκητη «ανθεκτικότητα», παρά τους πολλαπλούς πονοκεφάλους, που έχει να αντιμετωπίσει αυτή τη στιγμή η βρετανική οικονομία, από το Brexit και το χάος στο πολιτικό σκηνικό έως τις εμπορικές αντιπαραθέσεις και την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ο πληθωρισμός και η στερλίνα
Οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν 3% το 2017, με ρυθμό δηλαδή διπλάσιο εκείνου που προβλεπόταν πριν από το δημοψήφισμα. Το υψηλότερο κόστος σε συνδυασμό με την δραστική υποτίμηση της στερλίνας στον απόηχο του αποτελέσματος του 2016, κατέφαγαν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Το τελευταίο διάστημα η στερλίνα βιώνει το μακροβιότερο πτωτικό σερί από το 2000 και η ισοτιμία της είναι σε ναδίρ τεσσάρων μηνών, στο 1,27 δολάριο, καθώς το ναυάγιο στις διαπραγματεύσεις Τόρις- Εργατικών για το Brexit επανέφερε στο προσκήνιο τους φόβους για ένα no deal. Πριν από το δημοψήφισμα του 2016 η ισοτιμία ήταν στα 1,43 δολάρια ανά στερλίνα. Ο πληθωρισμός από την άλλη έχει υποχωρήσει στο 2,2% αλλά παραμένει υψηλότερος του στόχου.
Η αγορά στέγης
Την πρώτη διετία μετά το δημοψήφισμα η βρετανική αγορά στέγης βρέθηκε σε κατάσταση αποθέρμανσης. Αυτό αρχίζει και πάλι να αλλάζει. Το τρίμηνο Φεβρουαρίου- Απριλίου η μέση τιμή κατοικιών στη χώρα αυξήθηκε με τους ταχύτερους ρυθμούς εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια, σύμφωνα με τη Halifax. Συγκεκριμένα κατέγραψε άνοδο 5%, τη μεγαλύτερη από το Φεβρουάριο του 2017 και έναντι αύξησης 2,6% το τρίμηνο έως το Μάρτιο. Η Halifax αποδίδει την εξέλιξη στο γεγονός ότι ένα χρόνο νωρίτερα η μέση τιμή ήταν «ιδιαιτέρως χαμηλή». Το πλήγμα είναι πιο αισθητό στο Λονδίνο. Σύμφωνα με την εταιρεία διαχείρισης πλατφόρμας ακινήτων Rightmove, σε 30 από τα 32 προάστια του Λονδίνου οι τιμές ζήτησης καταγράφουν πτώση τον τελευταίο χρόνο. Η κτηματομεσιτική Foxtons επίσης προειδοποιεί για «ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες» στην αγορά στέγης της πρωτεύουσας.