Ειδική μνεία στην εξάλειψη της πολιτικής αβεβαιότητας κάνει η Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο, εκτιμώντας ότι συνιστά έναν από τους βασικούς παράγοντες για τη μείωση του χρέους.
Η συγκεκριμένη θέση εδράζεται, σύμφωνα με την ανάλυση της ελληνικής τράπεζας, στα εξής:
- Πρώτον, ενδυναμώνει την αξιοπιστία και κατά συνέπεια τη θέση της χώρας στις συζητήσεις για ευνοϊκότερη διευθέτηση του χρέους ενώ παράλληλα συμπιέζει το κόστος δανεισμού στο βραχυπρόθεσμο χρέος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκλιμακώνει τον αριθμητή του λόγου, δηλαδή το ύψος των υποχρεώσεων.
- Δεύτερον, συνιστά τον θεμέλιο λίθο για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και τη βελτίωση των παραγωγικών ικανοτήτων της χώρας ώστε να ενισχυθεί μόνιμα ο παρανομαστής του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Όσον αφορά τη δέσμευση για τη λήψη προληπτικών μέτρων, η Alpha Bank εκτιμά ότι μία τέτοια εξέλιξη μπορεί να ενδυναμώσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές. Συγκεκριμένα – εξηγεί – θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρόσθετο παράγοντα τόσο μετριασμού των ανησυχιών στις κεφαλαιαγορές, όσο και εμπέδωσης κλίματος σταθερότητας των επιχειρηματικών συνθηκών, εξέλιξη που δύναται να βοηθήσει στην υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Εκτός της πολιτικής αβεβαιότητας, η ανάλυση της τράπεζας εστιάζει και στη σημασία προσέλκυσης επενδύσεων, ως μέσο διατήρησης της αναπτυξιακής διαδικασίας. «Κρίνεται μεγάλης σημασίας η προσέλκυση επιχειρηματικών επενδύσεων που θα αποφέρουν μακροχρόνιες αποδόσεις στην οικονομία, εν αντιθέσει με τις επενδύσεις σε κατοικίες, που αποτέλεσαν το κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο της χώρας στο παρελθόν και οι οποίες υποδεκαπλασιάστηκαν στην περίοδο της κρίσεως» αναφέρεται, σχετικά.
Αναφορικά με τη δομή του ελληνικού χρέους, η Alpha Bank διαμηνύει ότι δύσκολα μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό των υπόλοιπων χωρών, καθώς:
- Πρώτον, το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους, άνω του 80%, οφείλεται στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, καθώς και άλλα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
- Δεύτερον, το ύψος του ελληνικού χρέους μπορεί να είναι πολύ υψηλό σε όρους ονομαστικής αξίας αλλά η δυνατότητα διαχείρισής του φαίνεται αρκετά καλύτερη, εφόσον εκφραστεί σε όρους παρούσας αξίας. Η μέση διάρκεια είναι 15,7 έτη, όταν η μέση διάρκεια του ιταλικού και του γαλλικού δημόσιου χρέους είναι 6,5 και 6,9 έτη αντίστοιχα, και με μέσο επιτόκιο 2,7%.