Skip to main content

Οι μεγάλοι εμπορικοί πόλεμοι του παρελθόντος και τι μας λένε για σήμερα

της Νατάσας Στασινού 
[email protected] 

Ο Ντόναλντ Τραμπ πάτησε τη σκανδάλη. Ανακοίνωσε ότι την επόμενη εβδομάδα θα υπογράψει προεδρικό διάταγμα, το οποίο θα προβλέπει την επιβολή δασμών ύψους 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου για «μακρά χρονική περίοδο». Η εξέλιξη αναμένεται να πυροδοτήσει αντίποινα από την Ε.Ε., την Κίνα, τη Νότιο Κορέα και άλλες χώρες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν φόβοι ότι θα εξελιχθεί σε εμπορικό πόλεμο μεταξύ των μεγάλων οικονομιών του πλανήτη.

Η ιστορία έχει παραδείγματα εμπορικών πολέμων τα περισσότερα εκ των οποίων μας πηγαίνουν πολύ πίσω, στον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα. Μας λένε όμως πολλά για το σήμερα. Πρωτίστως ότι δύσκολα μπορεί να υπάρξει νικητής.

Η μάχη του χάλυβα (2002-03)

Το 2002 η αμερικανική χαλυβουργία ήρθε αντιμέτωπη με χρεοκοπίες και μεγάλη αιμορραγία θέσεων εργασίας. Σε μία προσπάθεια να στηρίξει τον κλάδο η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα. Η κίνηση του αυτή πυροδότησε «τσουνάμι» αντιδράσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση να ηγείται της διαμαρτυρίας. Οι εμπορικές σχέσεις των δύο πλευρών ψυχράνθηκαν απότομα και οι συναλλαγές βρέθηκαν σε τροχιά μεγάλης πτώσης.

Λέγεται μάλιστα ότι ο Τζεμπ Μπους, αδελφός του προέδρου και τότε κυβερνήτης της Φλόριντα, πίεζε για επιβολή δασμών και σε άλλα προϊόντα, ενώ σε φραστική αντιπαράθεσή του με τον Ρομάνο Πρόντι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φέρεται να είχε φωνάξει: «Γιατί επιτίθεστε στην οικογένειά μου»;

Ένα χρόνο αργότερα ο ΠΟΕ έκρινε τους δασμούς παράνομους και η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να συμμορφωθεί, δίνοντας τέλος σε μία σκληρή, αλλά τελικά σύντομη διαμάχη.

Η κόντρα με την Ιαπωνία (δεκαετία 1980)

Με την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία να έχει παγιδευτεί σε ύφεση, η κυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν πίεσε το Τόκιο και τις ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες να βάλουν φρένο στις εξαγωγές τους στην αμερικανική αγορά. Υπήρξε έντονη διαμάχη, εκατέρωθεν κατηγορίες και απειλές, αλλά οι ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες υπό το φόβο πλήρους αποκλεισμού από την τεράστια αγορά των ΗΠΑ, ήταν αυτές, που έκαναν πρώτες ένα βήμα πίσω. Αποδέχθηκαν το 1984 έναν «εθελοντικό» αυτοπεριορισμό, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν μία δεκαετία.

Πράξη Smoot- Hawley (δεκαετία 1930)

Το 1930 η Ουάσινγκτον αναζητούσε τρόπους να προστατεύσει τις αμερικανικές θέσεις εργασίας από την «επίθεση του εμπορίου». Το Κογκρέσο επέβαλε δασμούς στο σύνολο των χωρών, που πωλούσαν προϊόντα στην αμερικανική αγορά, με μία Πράξη, που έλαβε το όνομά της από τους Ρεπουμπλικάνους Ριντ Σμουτ και Γουίλις Χόλεϊ.

Αυτό που άρχισε σαν μία μικρή άσκηση προστατευτικών μέτρων εξελίχθηκε σε μία χιονοστιβάδα δασμών, που τελικά πάγωσε και την αμερικανική οικονομία. Για να ψηφίσουν την Πράξη, ο κάθε βουλευτής και Γερουσιαστής ζητούσαν να συμπεριληφθεί σε αυτή προστασία για τα αγαθά, που παρήγαγαν οι πολιτείες τους. Για να πουν ναι στην επιβάρυνση των εισαγωγών χάλυβα, έπρεπε να υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη για τα προϊόντα υφαντουργίας, για τον αγροτικό τομέα και ούτω καθεξής.

Οι τιμές βασικών προϊόντων διατροφής υπερδιπλασιάστηκαν, αναγκάζοντας τα αμερικανικά νοικοκυριά να σφίξουν το ζωνάρι, αλλά και εξαγριώνοντας τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.

Το πρώτο χτύπημα ήρθε από τον Καναδά, αυξάνοντας τους δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών αυγών από τα 3 στα 10 σεντ.  Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελβετία, επίσης απάντησαν επιβάλλοντας τους δικούς τους δασμούς.

Και κάπως έτσι ξέσπασε ένας εμπορικός πόλεμος , από τον οποίο δεν βγήκε κανένας κερδισμένος.

Στην περίπτωση των ΗΠΑ, μάλιστα, επιδείνωσε την οικονομική κρίση, ήταν ένας από τους παράγοντες που παρέτειναν την περίοδο της βαθύτατης ύφεσης,  η οποία και έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «Μεγάλη Κατάθλιψη».

Σε έκθεση του 1934 υπό τον τίτλο «Αντίποινα στους δασμούς: Οι παρενέργειες της Πράξης Hawley Smoot» έγραφε για την αντίδραση της Ευρώπης: «όταν ένας μονομερώς αποφασισμένος δασμός στις ΗΠΑ απειλεί με κατάρρευση ολόκληρες βιομηχανίες σε ξένες χώρες, όταν μπορεί να εξαγριώσει τους Ελβετούς για τα ρολόγια, τους Γάλλους για τις δαντέλες και να πυροδοτήσει αντιδράσεις σε ολόκληρη την Ιταλία, τότε οι χώρες αυτές αναπόφευκτα θα απαντήσουν».

 ΗΠΑ Vs Καναδά (1866-1897)

Η πρώτη μεγάλη εμπορική διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ  και το ν Καναδά ήρθε σε μαί περίοδο, κατά την οποία ο οικονομικός εθνικισμός ανθούσε και στις δύο χώρες.

Οι ΗΠΑ έδωσαν τέλος στη Συνθήκη Αμοιβαιότητας αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου, το 1866 και οι Καναδοί άριχισαν να απαντούν με δασμούς. Δέκα χρόνια μετά αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν αρχίσει να μεταφέρουν εργοστάσιά τους σε καναδικό έδαφος. Μεταξύ αυτών οι Singer Manufacturing, American Tobacco, Westinghouse and International Harvester. 

Έως το 1890 περίπου 65 αμερικανικά εργοστάσια είχαν μεταφέρει δραστηριότητες στον Καναδά, σε μία προσπάθεια να αποφύγουν το υψηλό κόστος των εμπορικών εμποδίων, που είχαν ορθώσει οι κυβερνήσεις. Η μικρή απόσταση είχε ως αποτέλεσμα ο προστατευτισμός αντί να θωρακίσει τις θέσεις εργασίας, να τις καταστρέψει.

Ο γαλλο-ιταλικός πόλεμος (1866-95)

Έχει βιώσει και η Ευρώπη τους «ενδοοικογενειακούς» εμπορικούς πολέμους. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι μάλλον ο γαλλο-ιταλικός. Μετά την επανένωσή της η Ιταλία δεν άργησε να στραφεί σε μέτρα προστατευτισμού με στόχο να τονώσει τη βιομηχανία της και συνολικά την οικονομία. Η απόφαση αυτή οδήγησε στον απότομο τερματισμό της εμπορικής συμφωνίας της με τη Γαλλία το 1886.

Ο γαλλικός ανταγωνισμός ήταν αρκετά απειλητικός για τους Ιταλούς, εάν κρίνουμε από το γεγονός ότι επέβαλαν δασμούς έως και 60% στις γαλλικές εισαγωγές. Η Ρώμη αντέδρασε άμεσα, απειλώντας και εκείνη με τιμωρητικούς δασμούς.  Έκανε δε ευρύτερη στροφή στον εμπορικό προστατευτισμό με το νόμο Meline Tarrif του 1892.  

Και οι δύο χώρες είδαν το εμπόριό τους να συρρικνώνεται, χωρίς παράλληλα να κερδίσουν τα οφέλη, που προσδοκούσαν.