Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Το πολιτικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τους θεσμούς, μετά τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού υπέρ των χαμηλοσυνταξιούχων και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ σε νησιά του Αιγαίου λόγω του προσφυγικού, θα απασχολήσει σήμερα την Ομάδα Εργασίας (ΕWG) Εurogroup, ενώ η έκβαση της συνάντησης θα εξαρτηθεί κυρίως από τη στάση του Βερολίνου.
Η σημερινή συνεδρίαση είναι έκτακτη, θα έχει τη μορφή τηλεδιάσκεψης, υπό την προεδρία του Τόμας Βίζερ, και όπως ανέφερε κοινοτική πηγή, η συζήτηση θα επικεντρωθεί σε δύο θέματα.
Το ένα είναι το πόρισμα των θεσμών σχετικά με τη διαδικασία που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τη συμβατότητα των μέτρων με το πρόγραμμα.
Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν ενημερώθηκαν τα κράτη μέλη πριν από το «πάγωμα» της επεξεργασίας των μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ), που είχε ανακοινώσει ο πρόεδρος του Εurogroup, Γερούν Ντέισελμπλουμ.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, οι θεσμοί, αφού εξέτασαν τα μέτρα και όσα προηγήθηκαν, κατέληξαν σε σχέση με τη διαδικασία ότι η κυβέρνηση δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα γιατί θα έπρεπε να προχωρήσει στις εξαγγελίες σε συνεννόηση με τους δανειστές. Μάλιστα, η χρονική στιγμή δεν ήταν ενδεδειγμένη, γιατί επισήμως οι δημοσιονομικές επιδόσεις του 2016 θα δημοσιευτούν από τη Εurostat τον Απρίλιο του 2017.
Σχετικά με την ουσία, το πρόβλημα που δημιούργησε η εξαγγελία των μέτρων είναι από μικρό μέχρι ελάχιστο, γιατί, όπως αναφέρουν οι θεσμοί, τα μέτρα ύψους 617 εκατ. ευρώ μειώνουν το περιθώριο ασφαλείας που έχει τεθεί από τους θεσμούς για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων το 2016, ωστόσο δεν επηρεάζουν όπως φαίνεται τα έτη 2017 και 2018, παρά μόνο σε περίπτωση επέκτασής τους, δηλαδή αν τα ίδια εφαρμοστούν και τα επόμενα χρόνια.
Στις Βρυξέλλες, αν και χθες δεν υπήρχε καθαρή εικόνα σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει σήμερα η γερμανική κυβέρνηση, η οποία έχει «παγώσει» την επεξεργασία των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους στον ΕΜΣ, ελπίζουν ότι θα βρεθεί μια λύση για την άρση του αδιεξόδου. Λύση που θα μπορούσε να έχει τη μορφή «ξεπαγώματος» της επεξεργασίας των βραχυπρόθεσμων μέτρων με ταυτόχρονη παροχή ρητών διαβεβαιώσεων από την ελληνική κυβέρνηση ότι δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον ανάλογη μονομερής ενέργεια.
Το παραπάνω είναι το καλό σενάριο, που υποστηρίζεται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει δραστηριοποιηθεί έντονα τις τελευταίες μέρες για την εκτόνωση της κατάστασης.
Το λιγότερο καλό σενάριο, που θα ήταν να τεθούν προαπαιτούμενα στην Ελλάδα για το «ξεπάγωμα» της επεξεργασίας των βραχυπρόθεσμων μέτρων, συγκεντρώνει μεν λιγότερες πιθανότητες, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί. Όλα θα εξαρτηθούν από τον αριθμό των χωρών που θα υποστηρίζουν τη μια ή την άλλη θέση.
Πάντως, το «πάγωμα» για ένα μικρό χρονικό διάστημα δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα επί της ουσίας, γιατί τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα εφαρμοστούν σταδιακά από τώρα μέχρι το τέλος του προγράμματος, στα μέσα του 2018. Το πρόβλημα είναι καθαρά πολιτικό, γιατί η μη επίλυσή του στέλνει αρνητικά μηνύματα στις αγορές, οι οποίες θα αρχίσουν να ανησυχούν ακόμη και για την τύχη της αξιολόγησης.
Αναφορικά με το δεύτερο θέμα, ορισμένες χώρες, με επικεφαλής τη Γαλλία, υποστηρίζουν ότι το «πάγωμα» της επεξεργασίας των βραχυπρόθεσμων μέτρων κακώς ανακοινώθηκε λαμβάνοντας και πολιτικές διαστάσεις από τον κ. Ντέισελμπλουμ. Θεωρούν ότι προτού προβεί στην ανακοίνωση θα έπρεπε να συζητήσει το θέμα με όλα τα κράτη μέλη και να ακούσει τις απόψεις τους, δηλαδή αν συμφωνούν με το «πάγωμα». Για τον λόγο αυτό αναμένεται να διατυπώσουν τις ενστάσεις τους και να ζητήσουν με τη σειρά τους από τον πρόεδρο του Εurogroup να μην επαναληφθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον ερήμην τους.
Είναι προφανές ότι η κατάσταση που δημιουργήθηκε με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού αποπροσανατόλισε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των θεσμών και της κυβέρνησης για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. «Χάθηκε χρόνος» επισημαίνουν στις Βρυξέλλες, υπογραμμίζοντας ότι η καθυστέρηση θα πρέπει να καλυφθεί άμεσα.
Παρά τα όσα μεσολάβησαν, παραμένει ο στόχος για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης πριν από το Εurogroup της 26ης Ιανουαρίου. «Οι θέσεις μας δεν απέχουν πολύ», σχολίαζε ευρωπαϊκή πηγή με γνώση της διαπραγμάτευσης.
Στα επιμέρους θέματα της αξιολόγησης, τα πράγματα είναι πιο εύκολα σε σχέση με το δημοσιονομικό κενό του 2018, όπου η διαφορά μεταξύ των δύο πλευρών είναι 200 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να καλυφθεί χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Στα εργασιακά, οι συζητήσεις επικεντρώνονται στο θέμα των συλλογικών συμβάσεων, όπου εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές. Τα άλλα ανοικτά ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης δεν προκαλούν ανησυχίες.