Skip to main content

«Άναψαν κόκκινο» οι θεσμοί σε μέτρα κατά της φοροδιαφυγής

Από την έντυπη έκδοση

Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
 
Οριστικό τέλος στην προώθηση δύο πολύ σημαντικών μέτρων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής έβαλαν οι θεσμοί και η κυβέρνηση, προκαλώντας εύλογες απορίες.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ν», το «πακέτο» των νομοθετικών ρυθμίσεων με τα κίνητρα για την επέκταση της χρήσης του πλαστικού χρήματος και των λοιπών ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής στις καθημερινές συναλλαγές οδεύει προς τη Βουλή χωρίς τις διατάξεις για την καθιέρωση ενός -ολικώς ή μερικώς ακατάσχετου- ειδικού επαγγελματικού λογαριασμού για κάθε επιχείρηση, τις οποίες είχε εξαγγείλει τον περασμένο Σεπτέμβριο από το «βήμα» της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Το μέτρο απορρίφθηκε από τους εκπροσώπους των δανειστών και δεν προωθείται πλέον από την κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής, καθώς θα λειτουργούσε ως ισχυρό κίνητρο για τις επιχειρήσεις ώστε να δέχονται πληρωμές με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα και να αναγκάζονται να φανερώνουν πολύ μεγαλύτερο μέρος του τζίρου τους στην εφορία.

Επιπλέον, όπως όλα δείχνουν «παγώνει» οριστικά και η προώθηση των ρυθμίσεων για τη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών και των λοιπών ηλεκτρονικών φορολογικών μηχανισμών με τις πληροφοριακές υποδομές της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που είχαν ως αποκλειστικό στόχο την καταπολέμηση των φαινομένων φοροδιαφυγής μέσω της μη έκδοσης αποδείξεων ή της χρήσης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Τον περασμένο Σεπτέμβριο η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, με πρωτοβουλία του τότε αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη, είχε προτείνει να θεσμοθετηθεί, για κάθε επιχείρηση, ένας ειδικός επαγγελματικός λογαριασμός, ολικώς ή μερικώς ακατάσχετος, στον οποίο από τη μία πλευρά θα πιστώνονταν οι εισπράξεις που θα πραγματοποιούσε η επιχείρηση από τους πελάτες της μέσω συναλλαγών με «πλαστικό χρήμα» ή μέσω e-banking και από την άλλη θα χρεώνονταν όλες οι τρέχουσες πληρωμές της επιχείρησης για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, αμοιβές εργαζομένων και προμηθευτών.

Σε κάθε περίπτωση, η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών είχε εκφράσει την άποψη ότι χωρίς τη θεσμοθέτηση του ειδικού αυτού λογαριασμού όλο το εγχείρημα να επεκταθεί η χρήση του «πλαστικού» χρήματος και των λοιπών ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών σε όσο το δυνατόν περισσότερες συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών θα αποτύχει παταγωδώς. Είχε υποστηρίξει συγκεκριμένα ότι χωρίς να έχουν το κίνητρο του ακατάσχετου των εισπράξεων από συναλλαγές με «πλαστικό» χρήμα ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα, πολλές επιχειρήσεις θα εξακολουθήσουν να προτιμούν τις «μαύρες» και αδήλωτες συναλλαγές με τους πελάτες τους, αφού θα γνώριζαν ότι όποια χρήματα εισπράξουν από αυτούς μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή μέσω e-banking θα συνεχίσουν να κατάσχονται αυτόματα από τις τράπεζες για λογαριασμό του Δημοσίου ή των ασφαλιστικών ταμείων έναντι των παλαιών ληξιπρόθεσμων οφειλών τους.

Απέναντι σ’ αυτά τα επιχειρήματα, η πλευρά των δανειστών είχε αντιτάξει την άποψη ότι η λειτουργία ενός τέτοιου λογαριασμού θα ήταν ουσιαστικά μια μορφή ευνοϊκής «ρύθμισης» παλαιών ανεξόφλητων οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία για χιλιάδες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, αφού ουσιαστικά θα έδιδε στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις τα χρονικά περιθώρια να εξοφλούν τις οφειλές τους αυτές όποτε θέλουν και χωρίς πίεση μέσω εφαρμογής μέτρων αναγκαστικής είσπραξης. Οι δανειστές επεσήμαναν ότι αυτό θα καλλιεργούσε ένα κλίμα ευνοϊκό για την αθέτηση υποχρεώσεων κι από χιλιάδες άλλες επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης, αλλά θα θεωρούσαν ότι είναι «ριγμένες» από την ευνοϊκή μεταχείριση που θα υπήρχε για τις ήδη υπερχρεωμένες. Γενικότερα δε από την πλευρά των δανειστών επισημάνθηκε ότι η γενικευμένη παροχή της δυνατότητας σε όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις να «περνούν» τις εισπράξεις και τα τρέχοντα έξοδά τους μέσω ενός λογαριασμού ακατάσχετου, έστω και κατά ένα ποσοστό του υπολοίπου του, θα προκαλούσε στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ οικονομικά υγιών και υπερχρεωμένων επιχειρήσεων.

Ωστόσο, όπως είχαν επισημάνει από τότε παράγοντες της αγοράς και είχε υποστηρίξει αρχικά και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, τα επιχειρήματα αυτά των δανειστών δεν ευσταθούν δεδομένου ότι στη χώρα μας, λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης, είναι πλέον πολύ μεγάλος ο αριθμός των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας λόγω υπερχρέωσης με υπέρογκους φόρους και άλλες υποχρεώσεις από τα προηγούμενα έτη αλλά και εξαιτίας μιας ταυτόχρονης κατακόρυφης πτώσης του τζίρου τους. Συνεπώς, οποιαδήποτε «ανάσα» ρευστότητας μέσω της καθιέρωσης ενός μερικώς ή ολικώς ακατάσχετου ειδικού επαγγελματικού λογαριασμού θα τις διευκόλυνε αφάνταστα στο να συνεχίσουν τον αγώνα τους για την οικονομική τους επιβίωση. Συγκεκριμένα, θα τις βοηθούσε να διοχετεύουν άμεσα τα έσοδα από τις πωλήσεις τους σε τρέχουσες υποχρεώσεις τους τόσο προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία όσο και προς τους εργαζόμενους και τους προμηθευτές τους, οπότε από τη μία πλευρά το κράτος και οι ασφαλιστικοί φορείς θα συνέχιζαν να εισπράττουν έσοδα και από την άλλη οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να συνεχίζουν τη δραστηριότητά τους απρόσκοπτα, έχοντας ικανοποιημένους τους εργαζόμενους και τους προμηθευτές τους, με προοπτική τη μόνιμη επιβίωσή τους από την κρίση και τη σταδιακή ανάκτηση της δυνατότητας να εξοφλήσουν κάποια στιγμή και τα παλαιά τους χρέη προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Τελικά, η κυβέρνηση δεν κατάφερε να πείσει τους εκπροσώπους των δανειστών ούτε με αυτά τα επιχειρήματα των παραγόντων της αγοράς, με αποτέλεσμα το μέτρο του μερικώς ή ολικώς ακατάσχετου ειδικού επαγγελματικού λογαριασμού να παραπεμφθεί οριστικά στις καλένδες.

Τέλος και στη διασύνδεση  των ταμειακών  με τη ΓΓΔΕ

Ανάλογη εξέλιξη φαίνεται ότι υπάρχει και στο θέμα της καθιέρωσης ενός άλλου σημαντικού μέτρου, της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών και των λοιπών ηλεκτρονικών φορολογικών μηχανισμών των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών με τις πληροφοριακές υποδομές της ΓΓΔΕ. Και το μέτρο αυτό φαίνεται να «παγώνει» οριστικά, παρά το γεγονός ότι είχε επίσης εξαγγελθεί από τον πρωθυπουργό. Οι τελευταίες πληροφορίες φέρουν την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών να έχει αφαιρέσει το σχετικό άρθρο από το «πακέτο» των διατάξεων για το «πλαστικό χρήμα» όπου είχε αρχικά συμπεριληφθεί.

«Κλειδώνει» φόρος 50% για τα αδήλωτα έσοδα

Κάπως καλύτερα φαίνεται να εξελίσσονται τα πράγματα στο θέμα των διατάξεων για την οικειοθελή αποκάλυψη εισοδημάτων όπου η κυβέρνηση και οι εκπρόσωποι των δανειστών φαίνεται να έχουν συγκλίνει στην αποδοχή συντελεστή φορολόγησης κοντά στο 50% ή και λίγο χαμηλότερα για τα αδήλωτα κεφάλαια που θα δηλωθούν οικειοθελώς από Έλληνες φορολογούμενους.

Ωστόσο, ένα ποσοστό της τάξης του 50% -αν και σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα του 90%-120% που απαιτούσαν μέχρι πρότινος οι θεσμοί- δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θα λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο οικειοθελούς αποκάλυψης αποκρυβέντων και αδήλωτων εισοδημάτων, ειδικά δε μεγάλων χρηματικών ποσών που έχουν φυγαδευτεί σε τράπεζες του εξωτερικού. Κι αυτό διότι όσοι φορολογούμενοι απέκρυψαν και έστειλαν σε τράπεζες του εξωτερικού πολύ μεγάλα ποσά αδήλωτων εισοδημάτων ή εσόδων, πολύ δύσκολα θα αποδεχθούν να πληρώσουν το 50% των ποσών αυτών με «αντάλλαγμα» να εκμηδενίσουν την πιθανότητα να ελεγχθούν γι’ αυτά και να διωχθούν ποινικά.

Δηλαδή, τα κίνητρα της απαλλαγής από τον εξονυχιστικό φορολογικό έλεγχο και από την ποινική δίωξη για την απόκρυψη πολύ μεγάλων ποσών, τα οποία θα προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις, καθίστανται ανίσχυρα όταν συνοδεύονται και από την υποχρέωση καταβολής στο Δημόσιο του ήμισυ των δηλουμένων ποσών.

Ο λόγος είναι ότι οι φορολογούμενοι γνωρίζουν πως οι πιθανότητες να εντοπιστούν και να ελεγχθούν γι’ αυτά τα ποσά είναι πλέον μειωμένες, καθώς ο αριθμός των υποθέσεων εμβασμάτων εξωτερικού που απομένουν για έλεγχο είναι τεράστιος, οι δε προθεσμίες παραγραφής για πολλές από τις υποθέσεις αυτές λήγουν στις 31-12-2016 και με εντολή των δανειστών η κυβέρνηση δεν μπορεί να τις παρατείνει άλλο ώστε να προλάβει να τους ελέγξει και να τους εντοπίσει όλους.