Την ίδια ώρα φωτιές άναβαν στους δρόμους του Παρισιού και στο Μέγαρο των Ηλυσίων είχαν αρχίσει οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις, που οδήγησαν τελικά την Τρίτη στην αναστολή του φόρου για τα καύσιμα. Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και οι βίαιες διαδηλώσεις που ξέσπασαν στη Γαλλία και σε μικρότερο βαθμό στο Βέλγιο φανερώνουν μια ευρύτερη δυσαρέσκεια απέναντι στις κυβερνήσεις, τις οικονομικές πολιτικές τους και την απόσταση από τους πολίτες, τις ανησυχίες, τα θέλω και τις ανάγκες τους. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε το γεγονός ότι το φιτίλι άναψαν οι φόροι στα καύσιμα. Και δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι οι αντιδράσεις κατά των μέτρων που έχουν ως στόχο να περιορίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, να δώσουν μια ανάσα στον πλανήτη, δεν περιορίζονται στη Γαλλία, αλλά εξαπλώνονται σε ολοένα και περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες και δη σε εκείνες που βρέθηκαν στην πρωτοπορία της μάχης κατά της ρύπανσης.
Οι «πράσινοι» φόροι
Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ίσως άλλο ζήτημα στο οποίο να γίνεται τόσο εμφανής η αδυναμία των κυβερνήσεων και των πολιτικών ελίτ να εξηγήσουν στους πολίτες γιατί είναι αναγκαίες παρεμβάσεις που στοιχίζουν σήμερα, αλλά που η αποφυγή τους θα στοιχίσει πολλαπλάσια στο μέλλον. Και τούτο γιατί υπάρχει η αίσθηση ότι το βάρος πέφτει και πάλι δυσανάλογα πολύ σε ώμους που ήδη έχουν σηκώσει τις επιπτώσεις της κρίσης των περασμένων ετών ή τις «παρενέργειες» της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου. Η οργή για τους λεγόμενους «πράσινους» φόρους θυμίζει εν πολλοίς το ξέσπασμα των «ξεχασμένων», εκείνων που δεν είδαν οφέλη ή και έχασαν από το άνοιγμα των αγορών και την απελευθέρωση των συναλλαγών, με τα οποία εκατοντάδες εκατομμύρια άλλοι, κυρίως στον αναπτυσσόμενο και αναδυόμενο κόσμο, βγήκαν από τη φτώχεια. Και στις δύο περιπτώσεις οι πολίτες αισθάνονται ότι απουσιάζει το «δίχτυ ασφαλείας».
Ανταρσία κατά του Τριντό
Στον Καναδά ο Τζάστιν Τριντό εισήγαγε έναν ομοσπονδιακό φόρο για να περιορίσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, ο οποίος εκκινεί στα 10 δολάρια Καναδά φέτος και αυξάνεται κατά 10 δολάρια ετησίως, για να φτάσει στα 50 δολ. ανά τόνο το 2022. Το Οντάριο, η μεγαλύτερη πληθυσμιακά και πλέον ανεπτυγμένη επαρχία της χώρας, προσέφυγε στη Δικαιοσύνη προκειμένου να μπλοκάρει την εφαρμογή, που όπως υποστηρίζει δεν είναι αρμοδιότητα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, αλλά των τοπικών αρχών. Ακόμη και η επαρχία της Αλμπέρτα, η οποία πρώτη εισήγαγε τον δικό της φόρο κατά του άνθρακα, αντιστέκεται τώρα στην εφαρμογή του ομοσπονδιακού επικαλούμενη «έκτακτη οικονομική ανάγκη». Οι πολίτες της επαρχίας, που επί χρόνια στηρίχθηκε στην πετρελαιοβιομηχανία, έχουν κατέβει αυτές τις ημέρες στους δρόμους απαιτώντας την κατασκευή νέων αγωγών. «Είμαι οργισμένη, οι πολίτες της Αλμπέρτα είναι οργισμένοι» διαμηνύει η πρωθυπουργός της επαρχίας, Ρέιτσελ Νότλι.
Το διπλό «όχι» της Ουάσιγκτον
Μένοντας στην αμερικανική ήπειρο, οι ψηφοφόροι στην Ουάσιγκτον μόλις τον περασμένο μήνα απέρριψαν την επιβολή φόρου, που θα άρχιζε από τα 15 δολάρια ανά τόνο εκπομπών και θα ανέβαινε 2 δολάρια ετησίως. Οι επικριτές των σχεδίων τόνιζαν ότι η Ουάσιγκτον είναι 25η μεταξύ των ρυπαντών των ΗΠΑ και επομένως δεν δικαιολογείται οι πολίτες της να πληρώσουν «πράσινους» φόρους 2,3 δισ. δολ. σε ορίζοντα πενταετίας. Δύο χρόνια νωρίτερα, το 2016, οι πολίτες της Ουάσιγκτον είχαν πει και πάλι όχι σε έναν «πράσινο» φόρο, που θα αντισταθμιζόταν μάλιστα με περικοπές σε άλλους φόρους.
Το μάθημα του Μπιλ Κλίντον
Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ο Αμερικανός πρόεδρος που προώθησε περισσότερο από κάθε άλλον τη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, δεχόμενος μάλιστα κριτική ότι μπροστά σε αυτούς τους «μεγάλους στόχους» άφηνε πίσω τη μάχη για τη βελτίωση της καθημερινότητας. Ωστόσο, η πρώτη πρωτοβουλία για φόρο στα καύσιμα είχε έρθει πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1993, από τον τότε πρόεδρο Μπιλ Κλίντον.
Ο φόρος BTU, όπως ονομάστηκε (από τη μονάδα μέτρησης British Thermal Unit), είχε ως στόχο να αποφέρει στα ταμεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης περί τα 70 δισ. δολ. στην 5ετία, αυξάνοντας την τιμή της βενζίνης έως και τα 7,5 σεντ ανά γαλόνι. Η πρωτοβουλία έπεσε στο κενό, αφού δεν βρήκε επαρκή στήριξη ούτε στους κόλπους των Δημοκρατικών. Στις ΗΠΑ βέβαια ο ίδιος ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει αμφισβητήσει την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής ως μία θεωρία συνωμοσίας, που διακινήθηκε από τους Κινέζους προκειμένου να πλήξει την αμερικανική μεταποίηση. Προεκλογικά δεσμεύθηκε να δώσει ώθηση στους κλάδους των ορυκτών καυσίμων που προσφέρουν εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και φαίνεται να κέρδισε αρκετές ψήφους με τη στρατηγική αυτή.
Οι αντιδράσεις στη Γαλλία
Το επιχείρημα που ακούγεται κατά των σχεδίων του προέδρου Μακρόν στη Γαλλία είναι πως η χώρα έχει ήδη περιορίσει τις ρυπογόνες εκπομπές της σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από άλλες ευρωπαϊκές (οι κατά κεφαλήν εκπομπές είναι στο ήμισυ εκείνων της Γερμανίας ήδη από το 2014). Αυτό οφείλεται πάντως σε μεγάλο βαθμό στο ότι καλύπτει μεγάλο μέρος των αναγκών της σε ηλεκτρισμό με την πυρηνική ενέργεια, που, αν και φέρει τους γνωστούς κινδύνους, είναι σαφώς πιο «καθαρή» μορφή από τα ορυκτά καύσιμα. Οι εκπομπές ρύπων από ηλεκτρισμό και θέρμανση αντιστοιχούν μόλις στο 13% του συνόλου των γαλλικών ρυπογόνων εκπομπών, όταν στη Γερμανία το ποσοστό ανέρχεται στο 44% και συνολικά στην Ε.Ε. στο 36%. Αντιθέτως, ενώ τα καύσιμα για τα οχήματα καλύπτουν περίπου το 40% των ρύπων στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ε.Ε. το μερίδιό τους είναι κοντά στο 20%. Για τη γαλλική κυβέρνηση ήταν λοιπόν προφανές πού πρέπει να στοχεύσει. Αλλά δεν υπολόγισε ότι σε μία χώρα που τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με σαφώς βραδύτερους του μέσου κοινοτικού όρου ρυθμούς, εμφανίζει υψηλότερη ανεργία και μεγάλες ανισότητες μεταξύ των περιοχών της, η εφαρμογή ενός τέτοιου φόρου θα έπρεπε να συνοδεύεται από ένα πολύ ευρύτερο σχέδιο με μηχανισμούς αποζημίωσης για όσους καλούνται να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη και να δώσουν στα κρατικά ταμεία περί τα 4 δισ. ευρώ ετησίως. Η δημοτικότητα του Εμανουέλ Μακρόν βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση εδώ και καιρό, αλλά η καρέκλα του για πρώτη φορά τρίζει τόσο έντονα, όπως προειδοποιούν πολιτικοί αναλυτές.
Νατάσα Στασινού