Skip to main content

Το έργο «Δεν φοβάμαι. Δεν ελπίζω. Είμαι…» ταξιδεύει στο Παρίσι

Ο ανήσυχος στοχαστής, που «δεν ήλπιζε τίποτα, δεν φοβόταν τίποτα, ήταν ελεύθερος», ο μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης (1883 – 1957), ξυπνά και πάλι μέσα από το έργο του, το οποίο εξακολουθεί να συγκλονίζει και να αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Βασισμένο στο έργο του σπουδαίου μας λογοτέχνη, που αναγνωρίζεται ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, το έργο «Δεν φοβάμαι. Δεν ελπίζω. Είμαι…», σε σκηνοθεσία του Μάριου Ιορδάνου, παρουσιάζεται στην αίθουσα Rossini του Δημαρχείου Παρισιού, σήμερα, Κυριακή 31 Ιανουαρίου, υπό την αιγίδα του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος και με τη διοργάνωση της Ελληνικής Κοινότητας Παρισιού και Περιχώρων.

Το έργο αποτελεί μία σκηνική σύνθεση από τα μεγαλύτερα έργα του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη και φιλόσοφου Νίκου Καζαντζάκη, με κύριο κορμό την «Ασκητική». Τη διασκευή και την ερμηνεία του έργου, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην εισαγωγή της νέας έκδοσης της «Ασκητικής» και περνάει και στα υπόλοιπα αριστουργήματα του Νίκου Καζαντζάκη σε έναν συνδυασμό λόγου, μουσικής, τραγουδιού και χορού, υπογράφει ο Μάριος Ιορδάνου με τη Σοφία Καζαντζιάν.

Ο Μάριος Ιορδάνου, εμπνευστής της ιδέας, πρωτοπαρουσίασε το έργο, με μεγάλη επιτυχία, στο Griechische Kulturstiftung, στο Βερολίνο. Στη συνέχεια, η παράσταση  παρουσιάστηκε στην «Εβδομάδα μνήμης και τιμής για τον Νίκο Καζαντζάκη», στο Μέγαρο Δουκίσσης Πλακεντίας, ενώ συνεχίστηκε για τρεις σεζόν στο Vault, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, καθώς και σε Διεθνή Φεστιβάλ της Αθήνας.

Με καθαρή συνείδηση

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σπούδασε Νομική στην Αθήνα (1902 – 1906) και μεταπτυχιακά στο Παρίσι (1907 – 1909), όπου επηρεάστηκε βαθύτατα από τις φιλοσοφικές αρχές του Μπερξόν και του Νίτσε. Την εποχή αυτή, άρχισε η συστηματική του ενασχόληση με τα γράμματα. Πραγματοποίησε πλήθος ταξιδιών στο εξωτερικό, αρκετές φορές ως ανταποκριτής εφημερίδων. Υπηρέτησε ως γενικός διευθυντής στο υπουργείο Περιθάλψεως (1919), διορίστηκε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (1945) και εργάστηκε ως σύμβουλος λογοτεχνίας στην Unesco (1946). Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων. Το 1956, στη Βιέννη, τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης, το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε σοσιαλιστικών χωρών, και είχε προταθεί τρεις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ποιητή, έχοντας γράψει την «Οδύσσεια», ένα μεγαλόπνοο έργο με 24 ραψωδίες και 33.333 στίχους. Διακρίθηκε στη δραματουργία («Προμηθέας», «Καποδίστριας», «Κούρος», «Νικηφόρος Φωκάς», «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος», «Χριστόφορος Κολόμβος» κ.ά.), στη συγγραφή ταξιδιωτικών εντυπώσεων (Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτος, Σινά, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία, Ρωσία, Ιερουσαλήμ και Κύπρος), στα φιλοσοφικά δοκίμια («Ασκητική», «Συμπόσιο» κ.ά.).

Ευρύτερα γνωστός έγινε από τα μυθιστορήματά του: «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946), «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1948), «Ο Καπετάν Μιχάλης» (1950), «Ο τελευταίος πειρασμός» (1951), «Αναφορά στον Γκρέκο» (1961), κ.ά.. Το έργο του έχει μεταφραστεί και εκδοθεί σε περισσότερες από 50 χώρες και έχει διασκευαστεί για το θέατρο, τον κινηματογράφο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση.

Συγκρούστηκε με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου πειρασμού», ο οποίος δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα στην Ελλάδα. Το 1954, με έγγραφό της, η Ιερά Σύνοδος ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη.

Εκείνος, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα,  Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο η δική μου, και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι, όσο είμαι εγώ». Τελικά, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του, καθώς ήταν αντίθετος σε αυτό ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Ο «Τελευταίος πειρασμός» καταγράφηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Ο Νίκος Καζαντζάκης έφυγε από τη ζωή στις 26 Οκτωβρίου του 1957, σε ηλικία 74 ετών. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, όμως ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος, απέρριψε το αίτημα. Έτσι, η σορός του μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Η ταφή έγινε στην Ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσάνικα τείχη, διότι η ταφή του σε νεκροταφείο απαγορεύτηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Στον τάφο του, χαράχτηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».

Ταυτότητα παράστασης
Σκηνοθεσία – μουσική σύνθεση: Μάριος Ιορδάνου, διασκευή – απόδοση κειμένων – ερμηνεία: Μάριος Ιορδάνου – Σοφία Καζαντζιάν.

naftemporiki.gr