Skip to main content

Όταν ο Χρήστος Χωμενίδης μάς μίλησε για τη «Νίκη»

Με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος (European Book Prize, Le Prix du Livre Européen) τιμήθηκε ο συγγραφέας Χρήστος Α. Χωμενίδης για το βιβλίο του «Νίκη» (2014, εκδόσεις Πατάκη). Πρόκειται για το βραβείο που καθιερώθηκε το 2007 με στόχο την προώθηση των ευρωπαϊκών αξιών και τη γνωριμία με τη σύγχρονη πολιτιστική παραγωγή της Ευρώπης.

Με αφορμή το μεγάλο τιμητικό γεγονός, θυμόμαστε μια συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει ο συγγραφέας, σε συνέχεια της τότε βράβευσής του με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το ίδιο έργο, όπου μιλήσαμε για τη «Νίκη» και τη συγγραφή, την προσωπική του διαδρομή στον χώρο της γραφής, τα βιβλία που μας προτείνει αλλά και τα στέκια της πόλης που προτιμά. 

Πώς αισθάνεσθε με τη βράβευση της «Νίκης»;
Κάθε βράβευση, κάθε διάκριση, κάθε έπαινος προσφέρει στον καλλιτέχνη πολύ μεγάλη χαρά. Εγώ μέχρι πρόσφατα στοιχημάτιζα πως δεν επρόκειτο να βραβευθώ ποτέ. Όχι επειδή δεν εκτιμούσα το ίδιο μου το έργο. Αλλά γιατί ο δημόσιος λόγος μου, οι θέσεις που εκφράζω σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα παραείναι έντονες – αντίθετες συχνά με τον συρμό, αφόρητες για ορισμένους. Τύχη αγαθή, οι αναγνώστες που ψήφισαν στη διοργάνωση του Public, η κριτική επιτροπή του περιοδικού «Αναγνώστης», η επιτροπή των Κρατικών Βραβείων έκριναν το μυθιστόρημα και όχι τον συγγραφέα του. Έτσι η «Νίκη» κέρδισε τρία μεγάλα τρόπαια κι εγώ ευφράνθηκα μέχρι τα φυλλοκάρδια μου.   

Με ποιο κίνητρο γράφτηκε το συγκεκριμένο βιβλίο και πώς λειτούργησε για εσάς ο βιωματικός του χαρακτήρας;
Η «Νίκη» ξεκίνησε να γράφεται με ένα πολύ προσωπικό κίνητρο. Ήθελα να «συστήσω» στη δίχρονη τότε κόρη μου τον κόσμο της γιαγιάς της. Τους εκ πατρός προγόνους της, που είχαν όλοι φύγει απ’ τη ζωή προτού εκείνη γεννηθεί. Μεγάλωσα περιστοιχισμένος από ανθρώπους, οι οποίοι είχαν όλοι συμμετάσχει μαχητικά στις εποποιϊες του 20ού αιώνα και είχαν υποστεί στο πετσί τους τις συμφορές του. Αποτελούσα, στα σαρανταέξι μου, τον θεματοφύλακα μιάς κιβωτού που ξεχείλιζε από ιστορίες. Ιστορίες τραγικές αλλά και αισιόδοξες, ενίοτε και εξαιρετικά αστείες. Δεν είχα το δικαίωμα να τις αφήσω να ξεθωριάσουν στη μνήμη μου και τελικά να χαθούν. Έπρεπε να τις μεταπλάσω σε μυθιστόρημα!   

Από το «Σοφό Παιδί» μέχρι τη «Νίκη» και το «Νεαρό Άσπρο Ελάφι», τι έχει αλλάξει ως προς τη συγγραφική διαδικασία για εσάς και ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζετε τη συγγραφή;
Το «Σοφό Παιδί» το έγραψα σε ηλικία εικοσιτριών χρονών. Ήμουν ένας αχαλίνωτος μετέφηβος, ο οποίος λάτρευε τη λογοτεχνία -όπως και τον κινηματογράφο και τη μουσική- και λαχταρούσε να αποτυπώσει την προσωπική μυθολογία του στο χαρτί. Παρασυρόμουν από τις εμπνεύσεις και από τις ιδέες μου – είχα πλήρη άγνοια συγγραφικού κινδύνου. Γέμιζα παθιασμένα τις σελίδες αδιαφορώντας για ισορροπίες, μη έχοντας φτιάξει εκ των προτέρων ούτε ένα αδρό καν σχέδιο του παρθενικού μου μυθιστορήματος. Το ολοκλήρωσα μέσα σε δεκαοχτώ μήνες. Όταν έγραψα τη μαγική λέξη «τέλος» δεν πολυπίστευα πως θα έβρισκα καν εκδότη. Το «Σοφό Παιδί» κυκλοφόρησε το 1993 κι αμέσως σχεδόν γνώρισε τεράστια επιτυχία. Απέσπασε υμνητικές -αλλά και καταβαραθρωτικές- κριτικές, μεταφράστηκε σε ξένες γλώσσες, μού άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή. Η έκπληξή μου στάθηκε μεγαλύτερη κι απ’τη χαρά μου.

Στα οχτώ μυθιστορήματα που ακολούθησαν (και στα δεκάδες διηγήματα που δημοσίευσα από εδώ κι από εκεί), το πάθος μου δεν υποχώρησε. Έμαθα ωστόσο να βάζω το νερό στο αυλάκι. Κατάλαβα με σκληρή, ακατάπαυστη δουλειά πως ο συγγραφέας δεν είναι σπρίντερ αλλά μαραθωνοδρόμος. Και ότι, αν φιλοδοξείς να έχεις διάρκεια, πρέπει μαζί με την τέχνη σου να εμβαθύνεις διαρκώς και στην τεχνική σου. 

Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
[email protected]