Skip to main content

Apostolopoulos Holdings: Προς τι τέτοια σπουδή για την άμεση πώληση του «Υγεία»;

«Ενώ η Εταιρεία μας είχε μόλις πραγματοποιήσει μία τηλεφωνική επικοινωνία με τη Rothschild, η MIG έσπευσε να κλείσει και να ανακοινώσει το όνομα του αγοραστή, ώστε για μία ακόμη φορά να μας αποκλείσει από το δικαίωμα να επανέλθουμε με ανώτερο τίμημα από εκείνο του ανταγωνιστή, κάτι το οποίο είχαμε, σαφώς, πρόθεση να πράξουμε» σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Apostolopoulos Holdings, αναφερόμενη στη μεταβίβαση του «Υγεία» στη CVC.

Η Apostolopoulos Holdings διερωτάται «προς τι τέτοια σπουδή για την άμεση πώληση και με δεδομένο ότι τα αποτελέσματα του Υγεία έβαιναν (σύμφωνα με τη διοίκηση του) συνεχώς βελτιούμενα;», ενώ τονίζει πως στο συγκεκριμένο ερώτημα θα κληθεί η ελληνική, και όχι μόνο, δικαιοσύνη να αποφανθεί.

Τονίζει επίσης ότι «το κριτήριο σε αυτήν τη συναλλαγή δεν ήταν το τίμημα, αλλά ο αγοραστής, απέναντι στον οποίον είχαν εδώ και καιρό δεσμευτεί συγκεκριμένοι κύκλοι, κύκλοι οι οποίοι σαφώς ανάγονται πέραν της σφαίρας του επιχειρείν».

Ολόκληρη η ανακοίνωση της Apostolopoulos Holdings

«Στις 30/62018, η Εταιρεία μας κατέθεσε, επισήμως, προσφορά για την εξαγορά του συνόλου των μετοχών της ΥΓΕΙΑ Α.Ε,, που κατέχει η MIG, με τίμημα υψηλότερο του ανταγωνισμού, που υποστηριζόταν οικονομικά από γνωστό αμερικάνικο Fund, το οποίο έχει ήδη σημαντική παρουσία στην Ελλάδα, έχοντας ολοκληρώσει ήδη 3 εξαγορές, ενώ βρίσκεται στη διαδικασία ολοκλήρωσης και άλλων. Η προσφορά μας αυτή περίτρανα απέδειξε ότι η πρόσκληση των MIG και Πειραιώς «να δείξουμε τα λεφτά» ήταν όλως προσχηματική και κενή.

Έτσι, αντί η MIG να προχωρήσει σε επίσημη διαδικασία πώλησης, η οποία θα εξασφάλιζε το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα, στις 3/7/2018 επέλεξε ως σύμβουλο τη Rothschild, η οποία με διαδικασία express, μόλις δύο 24ώρων, κάτι που εύλογα κατεγράφη ως παγκόσμιο ρεκόρ στο χώρο του Investment Banking, απεφάνθη ότι καταλληλότερη ήταν η προσφορά της CVC, αφού εκείνη αναγκάσθηκε να ισοφαρίσει σε ύψος τη δική μας οικονομική προσφορά.

Ως δικαιολογία χρησιμοποιήθηκε ότι η CVC δεν έθετε προϋποθέσεις, πολύ λογικό άλλωστε, αφού για πέντε μήνες ξεσκόνιζε τα βιβλία και λοιπά, ευαίσθητα δεδομένα του Υγεία, ενώ η πλευρά μας ζητούσε να πραγματοποιήσει έλεγχο (due diligence), για τον οποίο θέλαμε, σύμφωνα με όλες τις διεθνείς πρακτικές, ένα διάστημα, τουλάχιστον 6 εβδομάδων, το οποίο και ζητήσαμε.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι σε κατάσταση “πανικού”, και ενώ η Εταιρεία μας είχε μόλις πραγματοποιήσει μία τηλεφωνική επικοινωνία με τη Rothschild,  η MIG έσπευσε να κλείσει και να ανακοινώσει το όνομα του αγοραστή, ώστε για μία ακόμη φορά να μας αποκλείσει από το δικαίωμα να επανέλθουμε με ανώτερο τίμημα από εκείνο του ανταγωνιστή, κάτι το οποίο είχαμε, σαφώς, πρόθεση να πράξουμε. Τίθεται εύλογα το ερώτημα προς τι τέτοια σπουδή για την άμεση πώληση και με δεδομένο ότι τα αποτελέσματα του Υγεία έβαιναν (σύμφωνα με τη διοίκηση του) συνεχώς βελτιούμενα; Ένα ερώτημα για το οποίο θα κληθεί η ελληνική, και όχι μόνο, δικαιοσύνη να αποφανθεί.

Η σπουδή αυτή της MIG να αποδεχθεί εν μία νυκτί την πρόταση της CVC, και ενώ προηγουμένως είχε παρέλθει η περίοδος αποκλειστικότητας προς τη CVC χωρίς, όμως, να καταφέρει η CVC να ολοκληρώσει τη συναλλαγή, αποδεικνύει ότι το κριτήριο σε αυτήν τη συναλλαγή δεν ήταν το τίμημα, αλλά ο αγοραστής, απέναντι στον οποίον είχαν εδώ και καιρό δεσμευτεί συγκεκριμένοι κύκλοι, κύκλοι οι οποίοι σαφώς ανάγονται πέραν της σφαίρας του επιχειρείν.

Σε κάθε περίπτωση, η μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη της Εταιρείας μας στη χώρα, τους θεσμούς και ιδιαιτέρως τη δικαιοσύνη είναι ακλόνητη, για αυτό και ο αγώνας μας για τη διασφάλιση της ελληνικότητας του κλάδου και της προάσπισης της ελληνικής ιατρικής συνεχίζεται».