Της Σoφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Η Διαμεσολάβηση προβάλλεται ως ένας εναλλακτικός τρόπος απονομής δικαιοσύνης πιο γρήγορα και πιο οικονομικά από την παραδοσιακή διαδικασία. Ως εκ τούτου, οι σχετικές μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση καλλιεργούν προσδοκίες για την εξάλειψη ενός σημαντικού αντικινήτρου για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας. Ο κ. Χάρης Μεϊδάνης, ΔΝ, FCIArb, Δικηγόρος-Διαχειριστής Εταίρος Δικηγ. Ετ. «Μεϊδάνης, Σερεμετάκης & Συνεργάτες», Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής (CIArb, ΥΔΔΑΔ), μέλος ICC Institute of World Business Law*, εξηγεί στο naftemporiki.gr τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και τα οφέλη για τους συμβαλλόμενους.
Ποια είναι η διαδικασία της διαμεσολάβησης;
Διαμεσολάβηση είναι διαρθρωμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τη συνδρομή τρίτου, του διαμεσολαβητή, ο οποίος έχει ειδική εκπαίδευση και πιστοποίηση. Mε τη διαμεσολάβηση τα εμπλεκόμενα μέρη επιδιώκουν να επιλύσουν τα ίδια μία μεταξύ τους διαφορά με τη συνδρομή του διαμεσολαβητή. Ακριβώς αυτή η συμμετοχή του διαμεσολαβητή μπορεί να δώσει στη διαπραγμάτευση άλλη δυναμική. Αυτό διότι ο διαμεσολαβητής, με την ειδική εκπαίδευση που έχει, μπορεί να βοηθήσει τα μέρη να επανεκτιμήσουν την αρχική τους θέση και την ορθότητά της καθώς και να λάβουν υπόψη τη θέση και τελικά και τα συμφέροντα του άλλου μέρους. Η σχετική εκπαίδευση αφορά την απόκτηση δεξιοτήτων που είναι αναγκαίες για τη διαμεσολάβηση. Η διαμεσολάβηση έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: Αμεροληψία και ανεξαρτησία του διαμεσολαβητή, εμπιστευτικότητα, προφορικότητα και εκούσιο της διαδικασίας. Η αμεροληψία και η ανεξαρτησία διασφαλίζονται, δεδομένου ότι τον διαμεσολαβητή επιλέγουν από κοινού τα μέρη ή οργανισμός που τα μέρη έχουν επιλέξει, όπως ο ΕΟΔΙΔ, ενώ ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώσει τα μέρη για την πιθανή ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων στο πρόσωπό του. Είναι εκούσια διαδικασία, αφού τα μέρη συμμετέχουν σε αυτή και καταλήγουν σε επίλυση της διαφοράς με τη θέλησή τους. Είναι εμπιστευτική, αφού όσες πληροφορίες ανταλλάσσονται, παραμένουν δια νόμου εμπιστευτικές και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε δικαστήριο. Τέλος, είναι προφορική και δεν τηρούνται πρακτικά.
Τι σημαίνει στην πράξη; Σημαίνει φιλικό διακανονισμό της διαφοράς;
Πρακτικά η διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία φιλική, χωρίς αντιδικία. Ειδικότερα, διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει είτε με βάση υπάρχουσα έγγραφη ρήτρα, είτε επειδή ο νόμος το ορίζει ρητά. Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης για την υποχρεωτική διαμεσολάβηση σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων κινείται σε αυτή την κατεύθυνση. Αφού τα μέρη φτάσουν στη διαμεσολάβηση, θα πρέπει να επιλέξουν από κοινού ορισμένο κοινής αποδοχής διαμεσολαβητή ή να αναθέσουν την επιλογή στον ΕΟΔΙΔ ή σε άλλο αντίστοιχο οργανισμό κοινής αποδοχής. Για την αντίστοιχη διαδικασία στις υποχρεωτικές διαμεσολαβήσεις, ακολουθούνται όσα ειδικά ορίζει ο νόμος σχετικά με την επιλογή του διαμεσολαβητή. Στη συνέχεια, ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με τα μέρη και τους δικηγόρους τους για να ενημερωθεί για την υπόθεση. Στο πλαίσιο αυτό συνηθίζεται η σύνταξη και υποβολή στο διαμεσολαβητή γραπτών υπομνημάτων και εγγράφων που είναι κρίσιμα για την υπόθεση κατά την κρίση των μερών. Μετά από αυτό ορίζεται ορισμένη μέρα για τη διαμεσολάβηση. Η διαμεσολάβηση συνήθως αρχίζει με μία κοινή συνάντηση όλων των μερών και των δικηγόρων τους όπου παρουσιάζονται οι εκατέρωθεν θέσεις. Ακολουθούν χωριστές συναντήσεις του διαμεσολαβητή με καθένα από τα μέρη με σκοπό τη λεγόμενη «διερεύνηση», τον εντοπισμό δηλαδή των βαθύτερων αιτίων της θέσης του κάθε μέρους. Αυτές οι συναντήσεις συνεχίζονται εναλλάξ και για περίπου ίσο χρόνο κάθε φορά, μέχρις ότου ο διαμεσολαβητής αντιληφθεί συγκλίσεις. Όσα διαμείβονται σε κάθε αίθουσα μένουν εμπιστευτικά, εκτός εάν μέρος ζητήσει από το διαμεσολαβητή κοινολόγηση ορισμένης θέσης ή πρότασης στο άλλο μέρος. Σχετικά απαιτείται ορισμένη υλικοτεχνική υποδομή, ιδεατά μία μεγάλη για τις κοινές συναντήσεις και δύο μικρές αίθουσες για τις χωριστές. Μετά από αυτό και εφόσον σημειωθεί σημαντική σύγκλιση, διεξάγεται μία ακόμη κοινή συνεδρίαση με σκοπό τη διατύπωση και υπογραφή συμφωνητικού επίλυσης. Αυτό μετά κατατίθεται στο οικείο Πρωτοδικείο και αποκτά εκτελεστότητα, οπότε εκτελείται όπως μία δικαστική απόφαση.
Ποια είναι η διαφορά της Διαμεσολάβησης από την τυπική νομική διαδικασία;
Όπως προκύπτει από την παραπάνω περιγραφή, η διαμεσολάβηση δεν είναι καθόλου συγκρουσιακή, αλλά είναι συνθετική διαδικασία. Ο διαμεσολαβητής δεν εκδίδει «απόφαση», αλλά τα ίδια τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνία την οποία μπορούν να της προσδώσουν την αναγκαία ισχύ (εκτελεστότητα όμοια με δικαστικής απόφασης). Η λύση, εφόσον επέλθει σε ένα τέτοιο περιβάλλον, θα είναι προφανώς εκούσια και θα στηρίζεται στην εκτίμηση των συμφερόντων των μερών και στη συναντίληψη που θα διαμορφωθεί μεταξύ τους. Με άλλες λέξεις, η νομική ρύθμιση έρχεται σε δεύτερη μοίρα ή, ορθότερα, είναι μία από τις παραμέτρους που τα μέρη θα λάβουν υπόψη τους στην απόφασή τους. Επίσης, η διαμεσολάβηση είναι εκτός από σύντομη και εξαιρετικά οικονομική και πάντως πιο οικονομική από μία μακροχρόνια δίκη. Η νομική κατάρτιση του διαμεσολαβητή είναι ανεξάρτητη από αυτά αλλά αναμφίβολα αποτελεί πλεονέκτημα. Βέβαια σε διαφορές με έντονα τεχνικό αντικείμενο μπορεί να είναι εύλογη η επιλογή διαμεσολαβητή μη νομικού ή η συνδιαμεσολάβηση νομικού και ειδικού στο αντικείμενο διαμεσολαβητή. Πάντως, ήδη στην Ελλάδα υπάρχουν περί τους 2500 διαπιστευμένους διαμεσολαβητές, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων είναι δικηγόροι. Αυτό δείχνει ότι ο θεσμός έχει αρχίσει να αποκτά σημαντική αποδοχή. Όμως δεν έχουν ακόμη διεξαχθεί πολλές διαμεσολαβήσεις, ούτε η διαμεσολάβηση έχει γίνει συνείδηση στο ευρύ κοινό. Αυτό που σε πρώτη φάση χρειάζεται είναι αρκετές διαμεσολαβήσεις οι οποίες, εάν γίνουν σε σωστό πλαίσιο από κατάλληλους ανθρώπους, μπορεί να επιλύσουν επιτυχώς αρκετές αντιδικίες. Εφόσον η διαμεσολάβηση ριζώσει, μπορεί να βοηθήσει και στην ταχύτερη εκδίκαση των άλλων υποθέσεων, οι οποίες θα συνεχίσουν να επιλύονται δικαστικά.
Σε τι όφελος μπορεί να προσβλέπει μια επιχείρηση από τη Διαμεσολάβηση σε μια περίοδο που η αργή απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα μας προβάλλεται ως αντικίνητρο συνεργασιών τόσο από επενδυτές όσο και από τον επιχειρηματικό κόσμο;
Οι επιχειρήσεις θα είχαν σαφέστατο κίνητρο να λύνουν τις διαφορές τους με διαμεσολάβηση για τους εξής λόγους:
(α) Θα αποφεύγουν τα εξαιρετικά επιβαρυμένα πινάκια των δικαστηρίων.
(β) Θα μπορούν να δίνουν «εμπορικές» και όχι αμιγώς νομικές λύσεις στις διαφορές τους και να διατηρούν τη σχέση με τον συνεργάτη τους με τον οποίο έχουν μία διαφωνία.
(γ) Θα μπορούν να γλιτώνουν σημαντικά έξοδα, τα οποία υπάρχουν στην περίπτωση της δίκης ή της διαιτησίας.
(δ) Θα μπορούν να περιορίζουν τις επισφάλειες από τους ισολογισμούς τους.
Γενικότερα η διαμεσολάβηση μπορεί να επιλύσει διαφορές που έχουν προκύψει λόγω διαφορετικής ανάγνωσης της ίδιας κατάστασης από τα εμπλεκόμενα μέρη και ιδίως όταν δεν είναι προφανές το «δίκιο» της μίας πλευράς. Επίσης όταν τα μέρη μπορούν να προσδοκούν και μελλοντική συνεργασία ή έχουν ήδη σημαντικό εύρος συνεργασίας, οπότε είναι προς το αμοιβαίο συμφέρον να αποφεύγουν αντιδικίες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για τις επιχειρήσεις.
Σε τι βαθμό το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή προωθεί τη Διαμεσολάβηση ως εναλλακτικό εργαλείο απονομής της δικαιοσύνης;
Με το σχέδιο νόμου ουσιαστικά επιδιώκεται η λύση του ζητήματος της υποχρεωτικότητας της διαμεσολάβησης σε ορισμένη κατηγορία υποθέσεων που είχε προκαλέσει μεγάλη αναταραχή, όταν η προηγούμενη Κυβέρνηση είχε αναλάβει σχετική πρωτοβουλία. Πρέπει να τονιστεί ότι με τον όρο «υποχρεωτικότητα» αναφερόμαστε σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία, με σκοπό να εξετάσουν τα μέρη εάν θα προχωρήσουν σε διαμεσολάβηση. Φυσικά, εάν κρίνει ένα από τα δύο μέρη ότι δεν θεωρεί κατάλληλη τη διαμεσολάβηση, μπορεί να αποχωρήσει από αυτή. Η υποχρεωτικότητα λοιπόν προτάθηκε με σκοπό να δώσει ώθηση στη διαμεσολάβηση. Ενώ λοιπόν είχε υιοθετηθεί περιορισμένη υποχρεωτικότητα για κατηγορίες υποθέσεων, όπως διαφορές από αυτοκίνητα, ετέθη θέμα υψηλού κόστους της διαδικασίας και το ζήτημα αντιμετωπίστηκε από τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Οι Ανώτατοι Δικαστές είχαν επισημάνει ότι για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το δίκαιο της ΕΕ η υποχρεωτικότητα, θα πρέπει το σχετικό κόστος να είναι πολύ μικρό ή και ανύπαρκτο. Κατόπιν αυτού η υποχρεωτικότητα ανεστάλη και το ζήτημα της υποχρεωτικότητας ανετέθη σε ειδική επιτροπή. Ειδικά για το θέμα του κόστους της υποχρεωτικότητας, το σχέδιο νόμου αφήνει ελεύθερο τον ορισμό της αμοιβής του δικηγόρου από το οικείο μέρος. Κατά τα λοιπά η υποχρεωτικότητα με την παραπάνω έννοια θα επεκταθεί σε πολλές υποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ψηφιστεί ο νόμος, ήδη από τις 15 Ιανουαρίου 2020 όλες οι υποθέσεις αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου – τακτική διαδικασία (πάνω από 250.000 ευρώ)- θα πηγαίνουν σε υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης. Στην συνέχεια θα προστεθούν οι περισσότερες οικογενειακές (15 Μαρτίου 2020) και από τις 15 Μαΐου και οι διαφορές αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου –τακτική διαδικασία (από 20.000 έως 250.000 ευρώ). Πρόκειται για σοβαρή αλλαγή που θα επηρεάσει συνολικά τη Δικαιοσύνη.
Τι αλλαγές δρομολούνται με την υποχρεωτικότητα στο σύστημα Δικαιοσύνης;
Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις. Όμως τη διαμεσολάβηση δεν θα πρέπει να τη δούμε ως πανάκεια για την επίλυση των προβλημάτων καθυστέρησης της Δικαιοσύνης. Διεθνώς η διαμεσολάβηση είναι μία μόνο μέθοδος επίλυσης διαφορών. Η πολιτική δίκη αλλά και η διαιτησία έχουν πολύ βαθύτερες ρίζες και ειδικά η πρώτη, αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί τη βάση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Διεθνώς όμως η διαμεσολάβηση ανεβαίνει, ακριβώς διότι είναι φιλική και τα μέρη μπορούν τα ίδια να εκτιμήσουν τα δεδομένα και να δώσουν λύση. Αντί για απονομή δικαιοσύνης, έχουμε επίλυση διαφοράς σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιθυμίες των μερών, αρκεί αυτά κάπου να συναντώνται. Υπό την έννοια αυτή, η υποχρεωτικότητα θα βοηθήσει στην ταχεία εξοικείωση με τον θεσμό και σίγουρα θα οδηγήσει σε επίλυση ορισμένων διαφορών από αυτές που θα υπαχθούν στην υποχρεωτικότητα. Οι λοιπές που θα παραμείνουν άλυτες, θα πάρουν το δρόμο τους για τα δικαστήρια (ή τη διαιτησία). Η προσδοκία είναι ότι ένα ποσοστό, ίσως κοντά στο 50%, από τις διαφορές αυτές θα λυθούν με διαμεσολάβηση, άρα θα υπάρξει κάποια ελάφρυνση των πινακίων. Από την άλλη η διαμεσολάβηση σε καμία περίπτωση δεν αρκεί για να αντιμετωπίσουμε τις καθυστερήσεις στην απονομή Δικαιοσύνης. Δεν αποτελεί πανάκεια αλλά ένα πολύ καλό εργαλείο. Θα πρέπει να ληφθούν και άλλα μέτρα και κυρίως να τηρούνται πλήρη και αναλυτικά στατιστικά στη Δικαιοσύνη ως προϋπόθεση και εργαλείο παρεμβάσεων.
Οι δικηγόροι είναι εξοικειωμένοι με με τη διαμεσολάβηση;
Με βάση τη δυναμική των σχέσεων των μερών, κάποιες υποθέσεις είναι κομμένες και ραμμένες για τα μέτρα της διαμεσολάβησης. Άλλες πάντως είναι εντελώς ακατάλληλες για διαμεσολάβηση. Η εξοικείωση των δικηγόρων με τη διαμεσολάβηση είναι αναγκαία και για να μπορούν να αντεπεξέλθουν στη νέα αυτή μορφή παροχής νομικών υπηρεσιών. Να μπορούν δηλαδή να εντοπίζουν ποιες είναι οι κατάλληλες υποθέσεις για διαμεσολάβηση και να τολμούν! Επίσης η διαμεσολάβηση είναι επίκαιρη λόγω και του σχεδίου νόμου και αναμένεται να επεκταθεί αρκετά μετά την υποχρεωτικότητα.
* Ο κ. Χάρης Μεϊδάνης, ΔΝ, FCIArb, Δικηγόρος-Διαχειριστής Εταίρος Δικηγ. Ετ. «Μεϊδάνης, Σερεμετάκης & Συνεργάτες», Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής (CIArb, ΥΔΔΑΔ), μέλος ICC Institute of World Business Law είναι ομιλητής στο 2ο Συνέδριο Διαιτησίας και Διαμεσολάβησης που διοργανώνει η Νομική Βιβλιοθήκη και ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας (ΕΟΔΙΔ) με θέμα ARBITRATION & MEDIATION: OF THE PRACTICE. BY THE PRACTICE. FOR THE PRACTICE, που τελεί υπό την Αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας και τη θεσμική υποστήριξη μεταξύ άλλων του ΕΒΕΑ, του ΟΠΕΜΕΔ, του ΣΔΕΕ και του περιοδικού ΔιΔ, στις 29 Νοεμβρίου 2019 στο ξενοδοχείο Wyndham Grand Athens.