Skip to main content

Απώλεια άνω των 6 εκατ. στρεμμάτων φυσικών εκτάσεων μέσα σε δυο δεκαετίες

Περισσότερα από έξι εκατ. στρέμματα φυσικών εκτάσεων απώλεσε η χώρα μας την εικοσαετία 1987-2007, έναντι μιας αντίστοιχης αύξησης των γεωργικών και δευτερευόντως των λοιπών, κυρίως αστικών, καλύψεων.

Τα παραπάνω προκύπτουν από την έκδοση, «Η Ελλάδα τότε και τώρα: Διαχρονική χαρτογράφηση των καλύψεων γης 1987-2007», την οποία παρουσίασε σήμερα το WWF Ελλάς.

Μέσα από την έκδοση καταδεικνύεται η διαχρονική και άναρχη μείωση των φυσικών εκτάσεων, προς όφελος της επέκτασης της γεωργικής γης, των υποδομών και των οικισμών.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την οργάνωση, κατά την εικοσαετία 1987 – 2007 τα δάση μειώθηκαν κατά 1.311.382 στρέμματα και οι εκτάσεις θαμνώδους και χαμηλής βλάστησης μειώθηκαν κατά 4.886.431 στρέμματα. Αντιθέτως, οι γεωργικές εκτάσεις αυξήθηκαν κατά 5.736.939 στρέμματα και οι υπόλοιπες καλύψεις (δόμηση, έργα υποδομής κλπ) παρουσίασαν αύξηση κατά 333.675 στρέμματα.

Ενδεικτική είναι επίσης η μετατόπιση των καλύψεων γης ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές.

Για παράδειγμα, στα Ιόνια Νησιά, σχεδόν 289.000 στρέμματα φυσικής γης (12,6% της συνολικής έκτασης) μετατράπηκαν σε γεωργική. Από την άλλη μεριά, φαίνεται ότι εγκαταλείπεται η αγροτική παραγωγή στα ορεινά της χώρας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Πελοπόννησο, όπου 1.390.000 στρέμματα γεωργικής γης μετατράπηκαν διαχρονικά σε άλλες καλύψεις. 

Σύμφωνα με το WWF, οι πλέον «θιγόμενες» φυσικές εκτάσεις είναι οι περιοχές χαμηλής βλάστησης, οι οποίες, κατά κύριο λόγο, απορροφούν τις πιέσεις επέκτασης της γεωργικής γης, των οικισμών και των υποδομών.

Σε σχετικές του δηλώσεις, ο γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς, Δημήτρης Καραβέλλας, κάλεσε την ηγεσία της χώρας να αντιμετωπίσει την εθνική ανάγκη για βιώσιμο αναπτυξιακό σχεδιασμό, «βασισμένο στη διατήρηση του φυσικού κεφαλαίου και την οικολογικά ορθή, κοινωνικά δίκαιη και νομικά ασφαλή τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας».

Προειδοποίησε τέλος ότι η αποτυχία στην αποτελεσματική διαχείριση αυτών των χωρικών αλλαγών δεν θα λειτουργήσει μονάχα εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά θα υποσκάψει και την ίδια την προοπτική ανάπτυξης της χώρας, ειδικά σε ό, τι αφορά τους οικονομικούς κλάδους του τουρισμού και του πρωτογενούς τομέα.