Skip to main content

Σε ξένους θεσμικούς τα 5/8 της κεφαλαιοποίησης του Χ.Α.

Από την έντυπη έκδοση

Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]

Το 2020 οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές ήταν πωλητές ελληνικών μετοχών, συνολικής αξίας 624,99 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΧΑΕ. Μάλιστα, μόνο για έναν μήνα (Νοέμβριος) ήταν αγοραστές, σε αντίθεση με τους Έλληνες, που αγόρασαν μετοχές συνολικής αξίας 613,2 εκατ. ευρώ. Οι εγχώριοι επενδυτές τους 11 από τους 12 μήνες του έτους ήταν αγοραστές, επιδεικνύοντας εμπιστοσύνη στην εγχώρια αγορά μετοχών.

Το αξιοσημείωτο της περσινής χρονιάς ήταν ότι τα ξένα funds κατείχαν μετοχές στο Χ.Α. συνολικής αξίας 28,078 δισ. ευρώ έναντι 16,892 δισ. ευρώ των εγχώριων επενδυτών. 

Ταυτόχρονα, για άλλη μία χρονιά, οι περισσότεροι κωδικοί επενδυτών από το εξωτερικό προέρχονται από Κύπρο, ΗΠΑ και Αγγλία, ενώ οι λιγότεροι κωδικοί είναι από τα νησιά Μπαρμπάντος. 
 
Εκτιμήσεις αναλυτών 

Αυτό που προκύπτει από τις εκτιμήσεις είναι ότι όλα θα εξαρτηθούν από το πόσο αποτελεσματικό θα είναι το εμβόλιο και από το αν θα επανέλθει γρήγορα η κανονικότητα στην ελληνική οικονομία. 

Εξίσου σοβαροί παράγοντες είναι το τι θα γίνει με τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, αλλά και οι μεγάλες επιχειρηματικές κινήσεις που σχεδιάζονται και θα εκτελεστούν από τους κορυφαίους ομίλους της χώρας. 

Ο βασικός καταλύτης το 2021 για το Χρηματιστήριο αλλά και για όλες τις αγορές είναι η αποτελεσματικότητα των εμβολίων για τον νέο κορονοϊό. 

Το ζήτημα είναι πόσο γρήγορα θα έρθει η κανονικότητα στην οικονομία. 

Αν τα εμβόλια αποδειχθούν ικανά να αναχαιτίσουν τη διάδοση, τότε τα πρωτόκολλα θα χαλαρώσουν, τα ξενοδοχεία θα ανοίξουν με καλές πληρότητες, οι μετακινήσεις θα αυξηθούν και η κατανάλωση καυσίμων θα επιστρέψει σε ικανοποιητικά επίπεδα. 

Στη δική μας αγορά το βάρος των επενδυτών θα πέσει στα λίγα, αλλά μεγάλα επιχειρηματικά ονόματα που θα οδηγήσουν τις εξελίξεις και λιγότερο σε επίπεδο κλάδων και δεικτών. 

Ασφαλώς μεγάλο κομμάτι της νέας χρονιάς θα καλύψουν και οι εξελίξεις στις τράπεζες και ειδικά στο κομμάτι των μη εξυπηρετούμενων δανείων. 

Το 2021 είναι έτος των τεστ αντοχής και είναι πιθανό να «βγάλει» κεφαλαιακές ανάγκες που θα οδηγήσουν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες αυξήσεις κεφαλαίου σε κάποιες από αυτές. Όμως, ακόμα κι έτσι, οι τράπεζες έχουν πλέον δημιουργήσει «μαξιλαράκια» κεφαλαιακών αποθεμάτων που μειώνουν σημαντικά το ενδεχόμενο αυτό, ειδικά αν οι συνθήκες της αγοράς δεν ευνοούν την άνετη άντληση κεφαλαίων.

«Εφεδρείες»

Οι πρόσφατες ανταλλαγές ελληνικών ομολόγων στην Alpha Bank και την Εθνική Τράπεζα με την επέκταση της διάρκειάς τους δημιούργησαν ικανοποιητικά κεφαλαιακά αποθέματα, ενώ το ίδιο αναμένεται να συμβεί και στην Τράπεζα Πειραιώς, η οποία θα έχει και το περιθώριο της άσκησης των CoCos. Η δε Eurobank, μετά την υλοποίηση του Cairo, έχει τουλάχιστον ένα δισ. ευρώ, που θα της εξασφάλιζε τη μείωση των NPEs της σε μονοψήφιο ποσοστό. Επομένως ναι μεν τα τεστ αντοχής έχουν κινδύνους, αλλά από την άλλη υπάρχουν εφεδρείες για ομαλή διαχείριση της κατάστασης αν τα πράγματα δυσκολέψουν. Μέσα στο 2021 θα ξεκινήσουν πολλά δημόσια και ιδιωτικά έργα, στα οποία οι κατασκευαστικές εταιρείες θα αυξήσουν το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους. Το γεγονός ότι οι εταιρείες μπορούν να φέρνουν σε πέρας σημαντικούς τζίρους χωρίς να υπάρχει άμεση πίεση από ληξιπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις δημιουργεί ικανό χρόνο για αντιστροφή της εικόνας του ισολογισμού.

Επίσης μην ξεχνάμε ότι το 2021 είναι η χρονιά των γερμανικών εκλογών (τον ερχόμενο Σεπτέμβριο), αλλά και της κυβέρνησης Μπάιντεν στις ΗΠΑ, που θα δώσουν το διεθνές στίγμα στις αγορές.

Η τεχνική ανάλυση

Από τεχνικής απόψεως, έπειτα από ένα εξαιρετικά δύσκολο 2020, η αγορά έχει καταφέρει να αλλάξει τη μεσομακροπρόθεσμη τάση της σε θετική, διασπώντας ανοδικά τον κινητό μέσο όρο 200 ημερών τόσο στους βασικούς δείκτες όσο και στη συντριπτική πλειονότητα των επιμέρους μετοχών. 

Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι στην εντυπωσιακή αναστροφή συμμετέχει ο τραπεζικός κλάδος έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα, αναπληρώνοντας μέρος των τεράστιων απωλειών του 2020, κυρίως λόγω των χαμηλών επιτοκίων και της άπλετης ρευστότητας που παρέχει στις ευρωπαϊκές τράπεζες η ΕΚΤ. 

Όσον αφορά την εικόνα των θεμελιωδών μεγεθών των εισηγμένων εταιρειών, η δεκαετής κρίση δημιούργησε ισχυρές αντοχές στα οικονομικά στοιχεία τους. 

Ακόμα και η πανδημία Covid-19, παρά το lockdown και τα σοβαρά προβλήματα που δημιούργησε, επηρέασε σε μικρότερο βαθμό του αναμενόμενου τα αποτελέσματα 9μήνου της πλειονότητας των εισηγμένων εταιρειών, αυξάνοντας τις προσδοκίες για το 2021.
Όσον αφορά τα μακροοικονομικά στοιχεία, παρά την εκτίναξη του δημόσιου χρέους και του ελλείμματος σε δυσθεώρητα επίπεδα, το επιτοκιακό κόστος των ελληνικών ομολόγων αποκλιμακώνεται καταγράφοντας νέα ιστορικά χαμηλά σε όλη την καμπύλη χρέους. 

Απόλυτα υπεύθυνη για αυτό είναι η ΕΚΤ με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, η οποία χορηγεί απεριόριστη ρευστότητα μέσω επαναγοράς ομολόγων (PEPP) και χαμηλότοκων δανείων στα τραπεζικά ιδρύματα (TLTRO I, II & III). Αν και όλα τα μεγέθη του προϋπολογισμού παρουσιάζουν σημαντικές αρνητικές αποκλίσεις τόσο στα έσοδα όσο και στα έξοδα, αλλά κυρίως στο ΑΕΠ, η εικόνα είναι ίδια σε όλη την Ευρώπη, λόγω της πανδημίας.

Συμπερασματικά, αν και οι αναλυτές παραμένουν αισιόδοξοι για την ελληνική κεφαλαιαγορά, η μεταβλητότητα θα συνεχίσει να είναι παρούσα, όπως και οι αστάθμητοι κίνδυνοι. 

Υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να ακολουθείται η τάση με αυξημένα αντανακλαστικά, έχοντας ξεκάθαρες στρατηγικές εισόδου και εξόδου στην αγορά και παραμένοντας επιλεκτικοί στις μετοχικές επιλογές.